Του Αντώνη Μανιτάκη
Περίληψη. Το παρόν κείμενο γράφτηκε, πρώτον, για να δείξει την διαρθρωτική σημασία και τον σύνθετο διοικητικό σχεδιασμό του θεσμού της Κινητικότητας, που με προσοχή και σύστημα για να προληφθούν λάθη και αποφευχθούν εντάσεις ετοιμάστηκε από το Υπουργείο. Και δεύτερον, για να φανερώσει τον αποσυνθετικό ρόλο, που έπαιξε και παίζει, στην υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής αυτής δράσης η Τρόικα. H πρόθεση της Τρόικας να αναγάγει, πριν λίγες εβδομάδες, ξαφνικά και άνευ διαρθρωτικής αιτίας ή λόγου δημοσιονομικού, την Κινητικότητα σε προαπαιτούμενη της προσεχούς δόσης ενέργεια, αναιρούσε πλήρως την λογική της καθώς και την συμφωνημένη διαδικασία της Κινητικότητας, δυναμίτιζε την πραγματοποίησή της και οδηγούσε το θεσμό εν επιγνώσει της σε πλήρη απαξίωση και αποτυχία. Εξάλλου, οι δράσεις που σχεδιάστηκαν, βιαστικά και πρόχειρα, από την Κυβέρνηση, αυτές τις μέρες, υπό τον εκβιασμό της μη καταβολής της δόσης, σε συνδυασμό με τις ασφυκτικές και ανέφικτες προθεσμίες, που μπήκαν επίτηδες από την Τρόικα για να μπορεί να εκθέτει τη χώρα ως ανίκανη και αναξιόπιστη και για να δικαιολογεί εκ των υστέρων και τις δικές της αστοχίες και εμμονές, καθιστούν το όλο εγχείρημα της κάλυψης κενών θέσεων ή αναγκών από πλεονάζον προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες παρακινδυνευμένο, αντιπαθητικό και, τελικά φοβάμαι, απραγματοποίητο .
Η Κινητικότητα μια μείζονος σημασία διαρθρωτική μεταρρύθμιση
Η Κινητικότητα των υπαλλήλων του Δημοσίου σχεδιάστηκε από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης επί τρικομματικής Κυβέρνησης, ως ένας στρατηγικής σημασίας και άμεσης προτεραιότητας στόχος, ο δεύτερος μετά τη ριζική αναδιάρθρωση των δομών στα Υπουργεία και σε όλο το Δημόσιο με βάση εκθέσεις αξιολόγησης των διοικητικών μονάδων τους.
Πρόκειται για μια ειδική διαδικασία μετάταξης των δημοσίων υπαλλήλων, που συνδυάζει στοιχεία τόσο αναγκαστικής όσο και εθελούσιας μετακίνησής τους, και προορίζεται να καθιερωθεί ως ένας μόνιμος θεσμός του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου – καθώς έχει ήδη εισαχθεί με τον ν. 4093/2012, πατώντας πάνω στην έννοια του «κρατικού υπαλλήλου» και διευρύνοντάς την. Η Κινητικότητα είναι μια διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρύθμιση και όχι ένα στιγμιαίο, συγκυριακό μέτρο. Και πάντως δεν επιβλήθηκε από την Τρόικα, η οποία από την αρχή την καταπολέμησε και την είδε μόνο ως πηγή και διαδικασία απολύσεων.
Ο σκοπός της ήταν διπλός: ο ένας ήταν διαρκής, διαρθρωτικός και αποσκοπούσε στην ορθολογική ανακατανομή ενός διαχρονικά ανορθολογικά κατανεμημένου προσωπικού σε δημόσιες υπηρεσίες ανά τη χώρα. Ο άλλος άμεσος και επείγων: η άμεση κάλυψη κενών θέσεων και αναγκών κατά προτεραιότητα σε υπηρεσίες κοινωνικές και εξυπηρέτησης του πολίτη, καθώς και η κάλυψη αναγκών σε υπηρεσίες που είχαν μεγάλα κενά από τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις τα τελευταία χρόνια. Οι δύο αυτοί λόγοι, συνδυασμένοι με την πολιτική του περιορισμού των προσλήψεων, έκαναν και κάνουν επιτακτική την ανάγκη μακροπρόθεσμου προγραμματισμού κάλυψης των κενών στις δημόσιες υπηρεσίες, με τη μετακίνηση προσωπικού από τις υπηρεσίες που αποδεδειγμένα πλεονάζει.
Με την κινητικότητα σχεδιάζεται να μετακινηθούν υπάλληλοι από υπηρεσίες, όπου διαπιστώνεται αντικειμενικά μετά από εκθέσεις αξιολόγησης δομών και σχέδια στελέχωσής τους ότι υπάρχουν πλεονάζουσες θέσεις ή ειδικότητες, σε υπηρεσίες όπου είναι διαπιστωμένο ότι υπάρχουν κενές θέσεις ή επιτακτικές ανάγκες στελέχωσης προκειμένου να επιτελέσουν την αποστολή τους – ιδίως αν πρόκειται για κοινωνικές υπηρεσίες ευαίσθητες ή που προϋποθέτουν την άμεση επαφή με τον πολίτη (βλ. ασφαλιστικά ταμεία, ΚΕΠ, νοσοκομεία, αστυνομία κλπ).
Η διαπίστωση των κενών και των πλεοναζουσών θέσεων γίνεται με τρόπο επιστημονικό από εμπειρογνώμονες και στηρίζεται σε σχέδια στελέχωσης.
O κύριος σκοπός της κινητικότητας είναι άρα να εξασφαλιστεί η καλλίτερη δυνατή στελέχωση κενών θέσεων με τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της εμπειρίας τους και των ικανοτήτων του υπάρχοντος προσωπικού. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να επιδιώκεται διαρκώς το συνταίριασμα της εργασιακής φυσιογνωμίας του κάθε υπαλλήλου με την περιγραφή της θέσης που πρόκειται να καταλάβει και των καθηκόντων που καλείται να επιτελέσει, μετά φυσικά από μία αποτίμηση των προσόντων του από ειδική επιτροπή .
Ακριβώς για αυτό, η κινητικότητα προϋποθέτει μια συγκεκριμένη διαδικασία σχεδιασμού και αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει -και αυτό είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ- ότι πρώτα προσδιορίζονται με αντικειμενικά, με μετρήσιμα κριτήρια, οι πλεονάζουσες θέσεις, ,με τη βοήθεια σχεδίων στελέχωσης και στη συνέχεια ταυτοποιούνται το πρόσωπα που αντιστοιχούν σε αυτές. Ορίζεται δηλαδή αυτό που στη διοικητική γλώσσα λέμε «περίμετρος της αξιολόγησης» των κατηγοριών των προσώπων που αντιστοιχούν στις πλεονάζουσες θέσεις και αμέσως μετά γίνεται η αποτίμηση των προσόντων τους με άξονα το περίγραμμα της θέσης τους και της εργασιακής τους φυσιογνωμίας. Τόσο τα σχέδια στελέχωσης όλων των υπουργείων όσο και η περίμετρος και τα κριτήρια της αξιολόγησης των υπαλλήλων είχαν ολοκληρωθεί από το ΥΔΜΗΔ και σχεδιαζόταν προσεκτικά η υλοποίησή τους όταν ανέκυψε η απαίτηση της Τρόικας για εξάρτηση της δόσης από την εκπλήρωση πρώτα της μετακίνησης των 12.500 υπαλλήλων.
Εκείνο που ήταν πάντως γνωστό και πρέπει να επισημανθεί είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες της εργασιακής ανασφάλειας και του διάχυτου φόβου των απολύσεων, η επιτυχής μετακίνηση ενός υπαλλήλου προϋποθέτει επί ποινή ακυρώσεως όλου του εγχειρήματος τη δημοσιοποίηση ή γνωστοποίηση των κενών θέσεων και των υπηρεσιακών αναγκών σε όλο τον δημόσιο τομέα. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από θεμελιώδη κανόνα του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, που καθιερώνει συνταγματικό δικαίωμα μετάταξης σε κενή οργανική θέση άλλης δημόσιας υπηρεσίας (άρθρο 154 παρ.4), όταν ένας υπάλληλος χάνει τη θέση του. Η διοίκηση οφείλει όταν θέτει κάποιον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα-κινητικότητα λόγω κατάργησής της θέσης του
να του γνωρίσει τα κενά ή τις ανάγκες σε προσωπικό που έχει, κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα. Οφείλει ακόμη να του προτείνει θέσεις και να του δώσει τη δυνατότητα να εκδηλώσει την προτίμησή του.
Όλα αυτά, ως πρόπλασμα, επιχειρήσαμε και πράξαμε σε ελάχιστο χρόνο στην περίπτωση
της μετακίνησης των 2000 υπαλλήλων αορίστου χρόνου που συμφωνήθηκε μετά από σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές ως προαπαιτούμενη ενέργεια τον Νοέμβριο του 2012. Ήταν ένα πρώτο δείγμα γραφής, μια δοκιμή της Κινητικότητας που
στέφθηκε, παρόλες τις αντιδράσεις και την ανυπαρξία σχετικής διοικητικής υποδομής, με επιτυχία σε ένα διάστημα έξη ή επτά μηνών.
Από τα προηγούμενα βγαίνει ότι η Κινητικότητα όπως σχεδιάστηκε από την Task Force και το Υπουργείο δεν αποσκοπούσε στην άμεση, μαζική και τυφλή μετακίνηση υπαλλήλων για την κάλυψη τυχάρπαστων, ακαθόριστων, χωρίς εκθέσεις αξιολόγησης και σχέδια στελέχωσης, υπηρεσιακών αναγκών. Σκοπός της είναι η άμεση και καλλίτερη δυνατή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού με βάση την πραγματική εργασιακή του φυσιογνωμία, όπου και όπως το συμφέρον της υπηρεσίας το απαιτεί.
Οι προηγούμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις της Κινητικότητας είχαν καταγραφεί στο μνημόνιο και είχαν γνωστοποιηθεί με επιστολές και στην Τρόικα. Η μετακίνηση 25.000 υπαλλήλων ήταν μια μείζονος σημασία μεταρρυθμιστική δράση που προϋπέθετε καλή και δύσκολη διοικητική προετοιμασία και χρόνο αρκετό. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν να μετακινηθούν μαζικά και δια μιας 12.500 χιλιάδες υπάλληλοι, αλλά να στηθεί ένας μηχανισμός διοικητικός, μόνιμος και διαρκής ώστε να αρχίσουν να μετακινούνται σε σταθερή βάση και σταδιακά τόσες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι σε ένα περιθώριο χρόνου δύο ετών 2013/2014.
Αυτό φυσικά προϋπέθετε ότι τα αρμόδια υπουργεία και κυρίως τα Υπουργεία Παιδείας και Εσωτερικών είχαν ολοκληρώσει τα σχέδια στελέχωσης και τις εκθέσεις αξιολόγησης των δομών, έτσι ώστε να μπορούν να υπολογιστούν με τρόπο τεκμηριωμένο και επιστημονικό το πλεονάζον προσωπικό και τα κενά ή οι ανάγκες προσωπικού σε διάφορες υπηρεσίες. Τα σχέδια στελέχωσης είχαν προχωρήσει αρκετά και κάλυπταν προσωπικό της τάξεως 450.000 υπαλλήλων. Είχαν ολοκληρωθεί ακόμη τα σχέδια στελέχωσης για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και απέμενε στο Υπουργείο Παιδείας να προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό εκπαιδευτικών κατά κατηγορίες και ειδικότητες που πλεόναζε.
Η μεγάλη όμως καθυστέρηση και θα έλεγα έλλειψη κάθε είδους προετοιμασία εντοπιζόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών και ειδικά στους Δήμους και στις Περιφέρειες. Και αυτό διότι στους ΟΤΑ δεν είχε αρχίσει ούτε υπήρχε η πρόθεση για να αρχίσει η διαδικασία αξιολόγησης των δομών τους. Παρόλο που υπήρχε έτοιμη σχετική διεθνής συμφωνία με την Task Force και με τη Γερμανία, η απροθυμία των Δήμων να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε μορφής συνεργασία ή απόφαση για αξιολόγηση των δομών τους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για πρόοδο στο θέμα αυτό. Πλήρης ακινησία. Τα οριζόντια μέτρα για τους Δήμους ήταν αναπόφευκτα και αναμενόμενα, αφού κανείς δεν φρόντιζε για την αξιολόγηση των δομών τους.
Από τον Ιανουάριο είχε αρχίσει, πάντως, να σχεδιάζεται προγραμματικά η κινητικότητα σε συνεργασία με τα Υπουργεία, με βάση πάντα τα σχέδια στελέχωσης όλου του δημόσιου τομέα, που καταρτίζονταν με την τεχνική συμπαράσταση της γαλλικής τεχνικής αποστολής. Ο σχεδιασμός της κινητικότητας και η ένταξη του προσωπικού σε αυτήν θα άρχιζε, μόλις περατώνονταν τα σχέδια στελέχωσης όλων των δημόσιων υπηρεσιών. Και αυτή η θεσμική και χρονική προϋπόθεση απέρρεε από το Μνημόνιο, όπου ήταν ρητά γραμμένη.
Η ιδέα της κινητικότητας παρουσιάστηκε στην Τρόικα τον Νοέμβριο του 2012, όταν ήταν ακόμη στα σπάργανα, ως αντιστάθμισμα στις αθρόες και οριζόντιες απολύσεις στο Δημόσιο, που ζητούμε επίμονα και με μανία προσωπικά ο Τόμσεν. Αλλά και ως αποφασιστικό μέσο κάλυψης επιτακτικών αναγκών και κενών από τις συνταξιοδοτήσεις.
Οι δογματικές εμμονές της Τρόικας και η «ηθική» των μονομερών διαπραγματεύσεων.
Η Τρόικα είδε από την αρχή την κινητικότητα με κακό μάτι, με καχυποψία και επιφύλαξη. Γι΄ αυτό και φρόντισε από την αρχή να υπονομεύσει την Κινητικότητα, βάζοντας στα θεμέλιά της μια νάρκη. Ζήτησε και επέβαλε ρήτρα απολύσεων, σύμφωνα με την οποία ένα «μεγάλο μέρος» των μετακινουμένων υπαλλήλων θα έπρεπε να οδηγηθεί οπωσδήποτε σε αναγκαστική αποχώρηση.
Στις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις του Φεβρουαρίου-Μαΐου καταφέραμε μεταξύ των άλλων –μαζί με την εθελούσια έξοδο με εξαγορά πλασματικού χρόνου και με τη δυνατότητα να προσλαμβάνουμε 1 νέο και προσοντούχο υπάλληλο που έχει κριθεί από το ΑΣΕΠ για κάθε 1 υπάλληλο που θα οδηγούνταν στην έξοδο από το Δημόσιο με αναγκαστική αποχώρηση– να αποσυνδεθούν οι αναγκαστικές αποχωρήσεις από την Κινητικότητα των υπαλλήλων και τα δύο αυτά μεγέθη να κινούνται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο: 15.000 αποχωρήσεις από τη μία μεριά, 25.000 μετακινήσεις από την άλλη. Η κινητικότητα, απελευθερωμένη από το άγος των αναγκαστικών αποχωρήσεων, μπορούσε έτσι να αφιερωθεί στον βασικό σκοπό της, που ήταν η μετακίνηση-μετάταξη των υπαλλήλων, όπως το συμφέρον της υπηρεσίας και η καλλίτερη αξιοποίηση του υπάλληλου το απαιτεί, και όπως η εργασιακή του φυσιογνωμία το δικαιολογεί.
Προσηλωμένη όπως είναι στους δημοσιονομικούς στόχους και αναγκασμένη να ομιλεί και να εκφράζεται μόνο με αριθμούς, προθεσμίες και ποσοτικούς στόχους, η Τρόικα δεν ενδιαφέρθηκε ούτε κατάφερε να αξιολογήσει τη διαρθρωτική σημασία της κινητικότητας για τη διοικητική μεταρρύθμιση, πολύ περισσότερο που ήταν έργο της Task Force και όχι δικό της. Γι΄ αυτό και όταν ένα μήνα μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων για τη δόση του Μαΐου ξαναγύρισε και διαπίστωσε ότι ο σχεδιασμός της κινητικότητας επέβαλλε η εφαρμογή της να καθυστερήσει λίγο ακόμη έσπευσε αμέσως, από την πρώτη μέρα των διαπραγματεύσεων –αρχές Ιουνίου- να συνδέσει την άμεση επίτευξη του ποσοτικού στόχου της μετακίνησης 12.500 χιλιάδων υπαλλήλων με την καταβολή της δόσης του Ιουλίου. Ο Τόμσεν πήρε έτσι αναδρομικά και μονομερώς την εκδίκησή του και στραγγάλισε την Κινητικότητα, όταν διαπίστωσε μερικούς μήνες αργότερα, ότι την εννοούσαμε και την εφαρμόζαμε χωρίς την απειλή συλλογικών απολύσεων. ΄Εφερε έτσι την κινητικότητα αντιμέτωπη με τις απολύσεις, και το ελληνικό δημόσιο αντιμέτωπο με την παραλυσία και τη διάλυση.
Η ξαφνική αναγωγή του στόχου των 12.500 υπαλλήλων σε προαπαιτούμενη ενέργεια (prior action) καταβολής της δόσης ήταν χωρίς αμφιβολία προσχηματική: ερχόταν να καλύψει τρύπες και υστερήσεις σοβαρές στον προϋπολογισμό και «αναπάντεχα» δημοσιονομικά ελλείμματα, που δεν οφείλονταν μόνο στις αστοχίες του οικονομικού επιτελείου αλλά και στον ίδιο το σχεδιασμό του προγράμματος. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι μια μεταρρυθμιστική δράση που δεν έχει καμία απολύτως δημοσιονομική επίπτωση γίνεται προϋπόθεση καταβολής δόσης; Κανένας λόγος δεν υπάρχει που να δικαιολογεί της αναγωγή της Κινητικότητας σε προαπαιτούμενη της δόσης ενέργεια, καθώς και την ανάμειξη της Τρόικας σε διαρθρωτικού χαρακτήρα μέτρα για το δημόσιο, όταν μάλιστα η Ελληνική Κυβέρνηση έχει υπογράψει με την Ομάδα δράσης για την Ελλάδα και τη Γαλλία διεθνή συμφωνία για τη Μεταρρύθμιση στο Ελληνικό Δημόσιο.
Αυτή η σκληρή διαπραγματευτική πρακτική δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Η Τρόικα προφανώς γνώριζε ότι ο στόχος της μετακίνησης 12.500 χιλιάδων υπαλλήλων μέχρι τα τέλη Ιουνίου ήταν ανέφικτος και μη ρεαλιστικός και γνώριζε ακόμη, από την ανταλλαγή των σχετικών επιστολών, ότι η κινητικότητα για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει εντοπισμό, μετά από εκθέσεις αξιολόγησης και σχέδια στελέχωσης, θέσεων που πλεονάζουν, κατάργηση αυτών των θέσεων και ταυτοποίηση των υπαλλήλων που αντιστοιχούν στις θέσεις για να μπούν στο σχήμα της κινητικότητας. Τέλος η μετακίνηση των υπαλλήλων και η θέση αυτών στο σχήμα της κινητικότητας προϋποθέτει, ακόμη, όπως είπαμε, ήδη, τον εντοπισμό των κενών θέσεων και την καταγραφή των αναγκών προς κάλυψη. Διαφορετικά η θέση των υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα ισοδυναμεί με προαναγγελία απολύσεων. Κινητικότητα με το φόβητρο της απόλυσης, χωρίς καμία εγγύηση μετάταξης και με την υπηρεσιακή αβεβαιότητα της διαθεσιμότητας, μόνο φόβο και καχυποψία δημιουργεί και προκαλεί στάση αρνητική και απόρριψη.
Ζητώντας να γίνουν σε λίγες μόνον εβδομάδες χιλιάδες μετακινήσεις, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση δομών και σχέδια στελέχωσης, χωρίς περιγράμματα θέσεων και αποτίμηση προσόντων και χωρίς προηγούμενο εντοπισμό και γνωστοποίηση στους μετακινούμενους των κενών θέσεων και αναγκών που πρόκειται να καλύψουν, η Τρόικα ζητά στην πραγματικότητα κάτι το ανεκπλήρωτο ή παρανοϊκό: να μεταφερθούν με νόμο, μαζικά, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, σε τρείς μήνες, μέσα στο καλοκαίρι, χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να το θέλουν, μόνο και μόνο γιατί γράφτηκε στο μνημόνιο ένας ποσοτικός στόχος και γιατί δεν τηρήθηκε από τους εκπροσώπους των οφειλετών η προγραμματισμένη ημέρα (!) μετακίνησής τους, λες και πρόκειται να μεταφερθούν μουλάρια ή ντομάτες και πατάτες σε σακιά .
Η Τρόικα συνηθίζει να θέτει ποσοτικούς στόχους στην ελληνική Κυβέρνηση που γνωρίζει ότι είναι ανέφικτοι ή ανεκπλήρωτοι, μόνο και μόνο για να μπορεί να εκβιάζει και επιρρίπτει τις ευθύνες της μη εκπλήρωσης τους στην αναξιοπιστία και ανικανότητα ή αβουλία για μεταρρυθμίσεις των ελληνικών αρχών και βέβαια για να δικαιολογεί τα δικά της προγραμματικά λάθη, αδιαφορώντας για τις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο και για την κατάληξή τους.
Αυτό που κατάλαβα μετά από ένα χρόνο διαπραγματεύσεων με την Τρόικα είναι ότι δεν την ενδιαφέρουν τόσο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όσο η άμεση πραγμάτωση των ποσοτικών στόχων του δημοσιονομικού προγράμματός της. Αδιαφορεί για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτούν χρόνο και συστηματική προσπάθεια. Απαιτώντας την επίτευξη πάση θυσία στόχων ποσοτικών, σε πιεστικές προθεσμίες, ωθεί και εξαναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση στη λήψη μέτρων βιαστικών, αμελέτητων και τελικά ανεφάρμοστων. Οδηγεί το δημόσιο σε παράλυση και διάλυση και ακυρώνει εξ αποτελέσματος κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Καταπολεμώντας βίαια την υπαρκτή και αναντίρρητη διαχρονική φαυλότητα, εκτρέφει τον αυταρχισμό και τελικά την κοινωνική αντίδραση στις μεταρρυθμίσεις. Διαιωνίζει έτσι το δίλημμα αυταρχισμός ή φαυλότητα. Αδιαφορώντας πλήρως για τη δημοκρατική ομαλότητα και την κοινωνική ειρήνη στη χώρα, και βέβαια για τα ατέλειωτα βάσανα του ελληνικού λαού, που εξαιτίας της δεν παίρνουν τέλος, η Τρόικα εκτρέφει συνειδητά με τις ανέφικτες και μη ρεαλιστικές απαιτήσεις της την απαισιοδοξία, την απόγνωση, την απογοήτευση, και τελικά τον πολιτικό αυταρχισμό και τον κοινωνικό εκφασισμό. Δεν φρονηματίζεις έναν λαό με την απειλή της φτώχιας –αφού άλλωστε ούτως ή άλλως φτωχαίνει– εκβιάζοντάς τον συνεχώς με τρόπο κυνικό και σκαιό ότι θα τον αφήσεις να πεθάνει από την πείνα , κουνώντας το μαστίγιο της τιμωρίας και ποδοπατώντας συνεχώς την εθνική του αξιοπρέπεια.
Άξιοι της μοίρας μας αλλά και υπεύθυνοι της τύχης των μεταρρυθμίσεων
Το ξέρω, εμείς και μόνο εμείς, ως χώρα, ως πολιτικό σύστημα, ως λαός και κυρίως ως πολιτική εξουσία, είμαστε υπεύθυνοι –όχι όλοι και όχι στον ίδιο βαθμό– για αυτή την εθνική κατάντια και την κοινωνική καταστροφή. Ξέρω ακόμη ότι είμαστε καταδικασμένοι να διαπραγματευόμαστε, δεν έχουμε άλλα όπλα, αλλά ναδιαπραγματευόμαστε συστηματικά, οργανωμένα και επίμονα και όχι να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου και να ρίχνει ο ένας την ευθύνη στον άλλο. Μας περισσεύουν τα μεγάλα λόγια περί της μεταρρύθμισης ή της ανατροπής, οι Κασσάνδρες δεινών και οι πολιτικοί εισαγγελείς, οι παντογνώστες και οι κήνσορες της οικονομίας και της πολιτικής. Σπανίζουν δυστυχώς οι ταπεινοί εργάτες των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, οι σιωπηλοί οικοδόμοι της αναστήλωσης του κράτους, οι πρωτεργάτες της εθνικής συνεννόησης, ακόμη και οι εθνικοί σχεδιαστές μιας ρεαλιστικής ουτοπίας.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, όμως, όπως μαζί, όλοι μαζί, ανεξάρτητα από τον επιμερισμό των ευθυνών, καταστραφήκαμε και ως σύνολο συμπάσχουμε, μαζί, όλοι μαζί ως οργανωμένο σύνολο και ως Πολιτεία, μπορούμε να σωθούμε. Δεν θα μας σώσουν ούτε οι μεσσίες της πολιτικής ούτε οι τεχνοκράτες διεθνών πιστωτικών οργανισμών. Όπως είμαστε άξιοι της μοίρας μας, είμαστε και υπεύθυνοι της κοινής μας, τύχης. Ας δείξουμε στους ευρωπαίους εταίρους μας και κυρίως στον εαυτό μας ότι είμαστε άξιοι μιας καλλίτερης μοίρας, καταστρώνοντας σχέδια μεταρρυθμιστικά επεξεργασμένα και αξιόπιστα, ρεαλιστικά της πολιτικής μας ανοικοδόμησης.
Προς το παρόν, απέναντι στην Τρόικα και μπροστά στο έλεος των δανειστών, χρειάζεται να καταστρωθεί μια εθνική στρατηγική διαπραγμάτευσης. Να συγκροτηθεί εθνική επιτροπή, καλά στελεχωμένη, διαπραγμάτευσης. Ας συνεννοηθούμε μεταξύ μας, ως Πολιτεία και ως πολιτική εξουσία, και ας αποκρούσουμε τις εκβιαστικές προτάσεις τους με αντιπροτάσεις, με πειστικά επιχειρήματα, ενωμένοι και συντονισμένοι, ας προβάλλουμε τις δικές μας εναλλακτικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις, καλά προετοιμασμένοι και με επιμονή. Προτάσεις συγκεκριμένες, πραγματοποιήσιμες, απτές, χωρίς κραυγές και μίση ή ιδεολογικά φληναφήματα και γενικολογίες.
Να διεκδικήσουμε με πάθος τις αναγκαίες ριζοσπαστικές και άρτια σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις, έχοντας όμως και πλήρη συνείδηση ότι μεταρρυθμίσεις με αυτό το κλίμα μίσους, εμφύλιου σπαραγμού και εκφοβισμού δύσκολα σχεδιάζονται και ακόμη πιο δύσκολα πραγματοποιούνται. Το κλίμα αυτό εκτρέφει τη βία και τελικά διαιωνίζει τη φαυλότητα, την ανευθυνότητα και την πελατοκρατία – και τα δύο μαζί τον πολιτικό αυταρχισμό και τον εκφασισμό.
Το παράδειγμα της Κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων δείχνει, πιστεύω, και σε αυτό συμπυκνώνεται η σύντομη εμπειρία μου, ότι οι τόσο αναγκαίες και επιτακτικές, ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο μπορούν και πρέπει να γίνουν το συντομότερο δυνατόν από το ίδιο το Δημόσιο και με τη συμμετοχή του. Να γίνουν, πρώτα, κτήμα των δημοσίων υπαλλήλων και να σχεδιαστούν, να ετοιμαστούν σωστά, αξιοκρατικά, με αξιολόγηση δομών και αξιολόγηση επίδοσης του προσωπικού, με σχέδια στελέχωσης και περιγράμματα θέσεων, με νέα μικρά οργανογράμματα, ευέλικτα και λειτουργικά, με πνεύμα αντιγραφειοκρατικό και κυρίως νομικού αντιφορμαλισμού, ασυμβίβαστα αντίθετου στον άκρατο και παραλυτικό νομικισμό του παρελθόντος.
Αυτό όμως που δείχνει ακόμη, αυτό που φωνάζει το παράδειγμα της κινητικότητας, είναι ότι η Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εδραιωθεί και να ριζώσει όταν στηρίζεται στη βία των οπαδών του αυταρχισμού, στη βιασύνη των εκπροσώπων των πιστωτών και πολύ περισσότερο όταν, ταυτόχρονα, υπονομεύεται ή επιβραδύνεται από τους θεσμικούς συντελεστές της φαυλότητας και της κομματοκρατούμενης συνδικαλιστικής πατρωνίας.
Το αντίδοτο στην υπαρκτή φαυλότητα και ανευθυνότητα της Μεταπολίτευσης δεν είναι, πάντως, η πειθαρχία του τρόμου που θέλει να επιβληθεί πάση θυσία από τους ισχυρούς της ημέρας, ούτε μια Μεταρρύθμιση από τα πάνω αποτυπωμένη σε νόμους μεγαλεπήβολους και μεγαλόστομους χωρίς δοκιμασία στην πράξη και χωρίς τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων. Η χώρα έχει ανάγκη από ένα συλλογικό όραμα ενός Κράτους ισχυρού και δίκαιου, που συναντά όμως μεγάλη συναίνεση και μιας Διοίκησης συμμαζεμένης, πειθαρχημένης, ευέλικτης, χρηστής, αποδοτικής και αποτελεσματικής, που είναι σεβαστή, επειδή είναι ακομμάτιστη ή πολιτικά ουδέτερη, από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.