Ομιλία του Φώτη Κουβέλη στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Αθήνα
Σε μια βδομάδα θα πάμε στις κάλπες. Οι εκλογές αυτές πράγματι είναι σημαντικές και έτσι τις αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός. Σαν μια ευκαιρία για να αλλάξουν οι συσχετισμοί και να υπάρξει αισιοδοξία για έξοδο από την κρίση. Άλλοι όμως, όταν υπερτονίζουν την κρισιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος, εννοούν ότι κινδυνεύει ο δικομματισμός και το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο. Και κινδυνολογούν προκειμένου να τον αναστήσουν.
Αγαπητές φίλες και φίλοι ο τόπος αυτός θα ζήσει και μετά την 6η Μαΐου. Θα ζήσει πέρα και παρά τα μνημόνια . Η 6η Μαίου δεν θα είναι η συντέλεια της Ελλάδας, όπως προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τον λαό τα δυο κόμματα της συγκυβέρνησης –ΠΑΣΟΚ και ΝΔ-, επειδή είναι τα ίδια τρομοκρατημένα από τα χαμηλά ποσοστά τους.
Αντίθετα: η 6η Μαίου μπορεί και πρέπει να γίνει η αφετηρία για θετικές εξελίξεις στο πολιτικό μας σύστημα. Η απάντηση στην κρίση πρέπει και μπορεί να είναι δημοκρατική – αριστερή. Και ακριβώς στην επίτευξη αυτού του στόχου θα θέσει όλες της τις δυνάμεις η ΔΗΜΑΡ.
Όταν ακούτε τους αρχιτέκτονες του χάους να σας λένε ότι «αρχίζουμε», ότι «μπορούμε» και «ότι θα τα καταφέρουμε», δικαιολογημένα σας ζώνουν τα φίδια. Γιατί ξέρουμε πώς άρχισαν, πόσο μπόρεσαν και τι κατάφεραν. Ανεργία στα ύψη, μείωση μισθών και συντάξεων, κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ίδια ώρα η ακρίβεια, οι τιμές αμετάβλητες και ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού να ζούνε κάτω από το όριο της φτώχιας.
Γιατί τώρα να τα καταφέρουν καλύτερα; Εμείς σας λέμε ότι μαζί θα σηκώσουμε την κοινωνία όρθια, θα κρατήσουμε την Ελλάδα μέσα σε μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της ανάπτυξης και θα απαγκιστρωθούμε από το μνημόνιο και τις δυσβάσταχτες πολιτικές που επισύρει. Εμείς έχουμε το δικαίωμα να το πούμε δυνατά : Ναι μπορούμε, ναι θα τα καταφέρουμε. Σ’ εμάς άλλωστε δεν ταιριάζει η απελπισία, θα διασχίσουμε τον φόβο και μαζί θα βγούμε στο ξέφωτο.
Τις τελευταίες ημέρες τα κόμματα της συγκυβέρνησης καλούν τον κόσμο να μην ψηφίσει με το θυμικό του αλλά με λογική , γιατί η ψήφος – ας πούμε στην Δημοκρατική Αριστερά – είναι ψήφος οργής ενώ η ψήφος, λένε, σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι ψήφος λογικής. Στην πραγματικότητα λένε: ψηφίστε από φόβο. Γιατί η δική τους επικοινωνιακή πολιτική δυο χρόνια τώρα στηρίζεται ακριβώς στο φόβο και στην κατατρομοκράτηση. Κάθε αντίρρηση, μας έλεγαν, σε όσα συμφώνησαν με την τροικα, συνεπάγεται έξοδο από την ΕΕ και καταστροφή. Εμείς λέμε ότι η οργή δεν είναι απαραίτητα τυφλή. Αντιθέτως μπορεί – και έτσι θα γίνει – να βρεί διέξοδο στη λογική. Είμαστε βέβαιοι ότι οι πολίτες θα ψηφίσουν με το μυαλό τους και αυτό σημαίνει και με θυμό και με ψυχραιμία, με λογισμό και με όνειρο. Δεν θα ψηφίσουν με φόβο και πανικό, που αποτελούν τα μοναδικά όπλα των κομμάτων που συγκυβερνούν.
Ακούγοντάς τους, έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε θέατρο του παραλόγου. Ψηφίζοντας τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, μας λένε, ψηφίζετε «υπεύθυνα» αυτούς που «θέλουν και μπορούν». Μα, αν η χώρα μας έφθασε εκεί που είναι σήμερα, ποιος φέρει την πρώτη ευθύνη γι’ αυτό; ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν μας κυβερνούσαν την τελευταία δεκαετία; Ή μήπως το ΠΑΣΟΚ δεν ολοκλήρωσε την πορεία στο γκρεμό που δρομολόγησε η ΝΔ; Αν κάποιος διακινδύνευσε τυχοδιωκτικά την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, δεν είναι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που αποφάσισε το δημοψήφισμα; Δεν είναι ο κ. Σαμαράς που από την σκληρή αντιμνημονιακή ρητορεία αιωρήθηκε στο άλλο άκρο ζαλίζοντας τους οπαδούς του; Μπορούν οι ίδιοι άνθρωποι να μας κουνάνε το δάχτυλο; Ή μήπως μεσολάβησε κάποιο θαύμα που δεν αντιληφθήκαμε; Συμπεριφέρονται σαν ανεύθυνοι «τρίτοι», ζητάνε και καμία αφορολόγητη συγγνώμη και νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν.
Ο κ. Σαμαράς, υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή, νομίζει ότι ο ελληνικός λαός πάσχει από αμνησία και οτι δεν θα συνυπολογίσει στην ψήφο του την καταστροφική πενταετία της ΝΔ. Και επιστρατεύει τον κ. Καραμανλή, που έλυσε την δίχρονη σιωπή του, για να μας πει ότι πρέπει να ψηφιστεί η ΝΔ, προφανώς για να επαναλάβει τα ίδια. Ας μας πει ο κ. Σαμαράς ένα λόγο για τον οποίο πρέπει να ψηφιστεί. Επειδή όπως λέει « Με ξέρετε»; Μα αυτός είναι λόγος καταψήφισης του.
Τη «γλώσσα της αλήθειας» προβάλλει τώρα ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Διερωτάται κανείς πότε την ανακάλυψε. Πόσες φορές αυτός προσωπικά και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μας είπαν την αλήθεια κατά την περασμένη διετία; Και δεν αναφέρομαι μόνο στο «λεφτά υπάρχουν», που πάντως δεν σβήνει με μια συγγνώμη. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Την άνευ όρων παράδοση στο ΔΝΤ; Την εύγλωττη επιχειρηματολογία υπέρ του δημοψηφίσματος τη Δευτέρα και την εξίσου εύγλωττη απόρριψή του την Πέμπτη;
Τις επανειλημμένες δεσμεύσεις ότι δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα; Τον πάτο που κάθε λίγο και λιγάκι έμπαινε στο βαρέλι για να είναι ακόμα το βαρέλι δίχως πάτο; Τις ακροβασίες για τις ψηφοφορίες στη Βουλή; Τα κόλπα με τις εξεταστικές επιτροπές και τη χρηματοδότηση των κομμάτων; Ας μας πει ο κ. Βενιζέλος ένα λόγο γιατί να τον πιστέψουμε, πέραν του ότι μας κοιτάζει στα μάτια. Ή μήπως αυτός ήταν αλλού τα τελευταία δύο χρόνια;
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τις τελευταίες μέρες εμφανίζονται ως δυνάμεις αλλαγής. Αυτοί, λέει, θέλουν ν’ αλλάξουν «τα πάντα»: όλες τις παθογένειες του τόπου, όλα όσα μας έφεραν ως εδώ. Το ποιος μας έφερε ως εδώ δεν τους απασχολεί, φαίνεται πως είναι για αυτούς μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Και προσέξτε, άλλη μια ασήμαντη λεπτομέρεια : όταν λένε «όλα πρέπει να αλλάξουν» εννοούν όλα εκτός από το πολιτικό σύστημα που τους εξασφαλίζει το μονοπώλιο της εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα της αδιαφάνειας και της διαφθοράς. Το πολιτικό σύστημα της ατιμωρησίας και των προνομίων.
Πρακτικά , λένε, ότι αν οι πολίτες θέλουν ανανέωση της κοινωνίας πρέπει να ξαναψηφίσουν τους κατ’ εξοχήν υπεύθυνους για τα σημερινά χάλια και ότι κάθε ψήφος πραγματικής ανανέωσης αυτού του σάπιου πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού είναι θυμική, ανεύθυνη και επικίνδυνη. Το αντίθετο ισχύει: Η εμμονή σε αυτή την πολιτική είναι και ανεύθυνη και επικίνδυνη. Αυτή υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην Δημοκρατία και τους θεσμούς, αυτή τροφοδοτεί τον αντιευρωπαϊσμό και την ακροδεξιά. Για αυτό, αυτή η πολιτική, η δική τους πολιτική, πρέπει να ηττηθεί και μαζί οι φορείς της: η ΝΔ, και το ΠΑΣΟΚ.
Πολίτες της Αθήνας , πολίτες της Ελλάδας
Δεν σας ζητώ μόνο να καταψηφίσετε τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Σας ζητώ θετική ψήφο για την ΔΗΜΑΡ. Θα σας αναπτύξω τους λόγους. Και με την ευκαιρία θα απαντήσω σε όλους αυτούς που τρόμαξαν, βλέποντας ένα κόμμα με δυο χρόνια ζωής να ταράζει τα νερά και να ανατρέπει παγιωμένους μέχρι χτες συσχετισμούς. Τρόμαξαν και μας επιτίθενται. Θα αξιοποιήσω λοιπόν την σημερινή ευκαιρία για να απαντήσω. Τα ακούτε και τα διαβάζετε: Την μια στιγμή μας λένε ότι δεν έχουμε πρόταση για κυβέρνηση μετά τις εκλογές. Μόλις τους πούμε την πρόταση μας αλλάζουν τροπάριο. Τους πιάνει η αγωνία μήπως γίνουμε δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ. Ταυτοχρόνως τους πιάνει ο πόνος για την ενότητα της Αριστεράς και μας επικρίνουν γιατι δεν τα βρίσκουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Μετά μας λένε ότι δυό είναι οι καθαρές γραμμές, αυτή που θέλει ή οδηγεί αντικειμενικά στη δραχμή και αυτή που ορκίζεται πίστη και αφοσίωση στο μνημόνιο. Ο δικός σας τρίτος δρόμος που εξασφαλίζει παραμονή στο ευρώ και απαγκίστρωση από το μνημόνιο, δεν υπάρχει μας λένε. Και ας έδωσαν οι Γάλλοι ψηφοφόροι ένα ηχηρό χαστούκι στους φορείς των αντιλήψεων του μονόδρομου.
Να λοιπόν οι θέσεις μας, να και οι απαντήσεις μας.
Όσοι ψηφίσετε την ΔΗΜΑΡ ξέρετε τη σταθερή μας άποψη ότι η θέση της Ελλάδας είναι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, ότι οι προκλήσεις της χώρας μας και της παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίζονται με περισσότερη και πιο αλληλέγγυα Ευρώπη και με ισχυρότερους και πιο δημοκρατικούς τους θεσμούς της.
Απορρίπτουμε ως ψευδή και επικίνδυνη την ταύτιση της Ευρώπης με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, καθώς και την ταύτιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού με τη στήριξη των πολιτικών της τρόικας. Κανείς στην Ελλάδα δεν δικαιούται να μονοπωλεί την Ευρώπη, αλλά και κανείς στην Ευρώπη δεν δικαιούται να απειλεί τη χώρα μας με έξοδο από την ευρωζώνη. Ένα λοιπόν το κρατούμενο: Η ψήφος στη ΔΗΜΑΡ είναι ψήφος υπέρ της Ευρώπης και του ευρώ, αλλά και κατά της σημερινής συντηρητικής της κατεύθυνσης. Μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ, με την κοινωνία όρθια.
Σε απόλυτη συνέπεια με αυτή την βασική και αφετηριακή μας θέση, απαντάμε καταφατικά στο ερώτημα αν υπάρχει τρίτος δρόμος ανάμεσα στην παθητική – μέχρι κεραίας και μέχρι τελικής πτώσεως των εργαζομένων – εφαρμογή του μνημονίου και στην πολιτική που συνεπάγεται χρεοκοπία και επιστροφή στην δραχμή. Αυτές οι δύο φαινομενικά αντίπαλες θέσεις έχουν ένα κοινό σημείο. Το σημείο τομής είναι ότι προσεγγίζουν το πρόβλημα με ιδεολογικές ακαμψίες και εμμονές.
Εμείς καταψηφίσαμε το μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και την δανειακή σύμβαση, γιατί βυθίζουν την χώρα στην ύφεση και με μια ομοβροντία μέτρων χωρίς τέλος, εξουθενώνουν τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη.
Κι αυτό, γιατί πέρα από τις απαράδεκτες επιταγές του μνημονίου, οι τρόποι που επιλέχθηκαν για να υλοποιηθούν είχαν ένα και μόνο στόχο: να μείνει στο απυρόβλητο το πελατειακό σύστημα και να πληρώσουν τη νύφη αυτοί ακριβώς που δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν: οι πραγματικά αδύναμοι της κοινωνίας μας. Ταυτοχρόνως με την ψήφο μας και τις γενικότερες προτάσεις μας, προωθήσαμε και αναδείξαμε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την κοινωνία και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα.
Και πέρα από αυτά εμείς, η Δημοκρατική Αριστερά, κάναμε συγκεκριμένες προτάσεις για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Και ξέρουμε οτι η νομοθέτηση των μεταρρυθμίσεων δεν αρκεί. Γιατί πόσες από τις μεταρρυθμίσεις είδατε να υλοποιούνται; Και πόσες παραπέμπονται διαρκώς στις καλένδες; Ιδού και πάλι το πελατειακό κράτος και η αγωνία του δικομματισμού να το συντηρήσει. Γιατί βεβαίως υπάρχουν πραγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος -και αυτές πρέπει να προχωρήσουν ανεξαρτήτως μνημονίου.
Αυτή είναι η έμπρακτη απάντηση μας σε όσους αμφισβητούν την προσήλωση μας στις μεταρρυθμίσεις. Αλλά να συνεννοηθούμε: Υπάρχουν μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις. Γιατί οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι ουδέτερες, έχουν προοδευτικό ή συντηρητικό πρόσημο. Και η Θάτσερ έκανε «μεταρρυθμίσεις» και διέλυσε το κοινωνικό κράτος, το σύστημα υγείας, τις συγκοινωνίες και άλλα πολλά.
Εδώ, διάφοροι που δεν έχουν νοιώσει ποτέ στην ζωή τους τι σημαίνει να τελειώνει ο μισθός στις 20 του μήνα, βαφτίζουν μεταρρυθμίσεις τη μείωση μισθών και συντάξεων, την ανατροπή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάθε τι που εξουθενώνει τους εργαζόμενους, αυξάνει τα δικά τους κέρδη και διαλύει την κοινωνική συνοχή. Οι λέξεις χάνουν το νόημα τους, μετατρέπονται στο ακριβώς αντίθετο.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται και για το δημόσιο και εμείς την επιδιώκουμε, δεν την φοβόμαστε. Γιατί η δική μας Αριστερά ποτέ δεν ζήτησε πρόσληψη επιπλέον 100.000 δημοσίων υπαλλήλων. Γιατί δεν είμαστε εμείς αλλά οι φορείς του πελατειακού κράτους, οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που γέμισαν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με περιττούς οργανισμούς για να τακτοποιήσουν τους ημετέρους. Ναι λοιπόν στην αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου. Όχι, όμως, στην διάλυση του δημόσιου τομέα και των δημόσιων φορέων παροχής υπηρεσιών ζωτικής σημασίας στους πολίτες.
Γιατί η αλήθεια είναι πως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «μεγαλύτερο ή μικρότερο κράτος». Το ερώτημα είναι θέλουμε ένα αποτελεσματικό κράτος, ορθολογικό, στην υπηρεσία του πολίτη ή ένα κράτος που βολεύει τους ημέτερους και τελικά καταλήγει να εξυπηρετεί τον εαυτό του -ταλανίζοντας τους πολίτες και βάζοντας εμπόδια στην επιχειρηματικότητα; Χορτάσαμε από παχιά λόγια και από τις επανιδρύσεις του κράτους. Τώρα είναι η στιγμή για έργα και εμείς δεν θα διστάσουμε.
Σε αυτό το σημείο ας ανοίξω μια παρένθεση. Ακούτε το τελευταίο διάστημα τα κόμματα της συγκυβέρνησης να ισομοιράζουν τις ευθύνες για την κατάσταση της χώρας σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, μαζί και στην Αριστερά. Μερικές φορές μάλιστα όταν τους ακούς να μιλάνε νομίζεις ότι η Αριστερά κυβέρνησε και αυτοί ήσαν στην αντιπολίτευση. Εγώ δεν θα ισχυριστώ ότι η Αριστερά επειδή δεν κυβέρνησε είναι αμέτοχη ευθυνών. Θα αναλάβω το μέρος της ευθύνης που μας αναλογεί, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εμείς, η ανανεωτική αριστερά πολλές φορές και με κόστος πήγε κόντρα στο ρεύμα, πορεύτηκε μόνη της στην έρημο, πρόβαλε «αντιδημοφιλείς» θέσεις και πρώτη σκιαγράφησε ένα διαφορετικό ύφος και ήθος στην άσκηση της εξουσίας.
Δεν είναι όλη η Αριστερά ένα πράγμα και σε αυτό το «τσουβάλιασμα» θα πώ ένα κατηγορηματικό όχι.
Όταν μας κουνάνε το δάκτυλο οι αρχιτέκτονες του σημερινού χάους, μπαίνω στον πειρασμό να τους απαντήσω με ένα ποίημα ενός μεγάλου ¨Ελληνα ποιητή, αγωνιστή και ανθρώπου της ανήσυχης Αριστεράς του Μανώλη Αναγνωστάκη: « Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη την φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στην δική σου». Να κατεβάσουν λοιπόν το δάκτυλο και να μην προσπαθούν να δώσουν μαθήματα υπευθυνότητας στην ΔΗΜΑΡ γιατί κατά το κοινώς λεγόμενο «δεν τους παίρνει».
Επανέρχομαι στο θέμα της απαγκίστρωσης από το μνημόνιο. Μέχρι χτες τόσο οι ευλαβικοί προσκυνητές του μνημονίου όσο και οι οπαδοί της στάσης πληρωμών, που οδηγεί αναπόφευκτα στην επιστροφή στην δραχμή, μας έλεγαν ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα και ότι οι πολίτες πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στον ξαφνικό θάνατο και τον επώδυνο παρατεταμένο ρόγχο. Ότι είναι μια γραμμή ουτοπική, μια ανάδελφη πρόταση, χωρίς συμμάχους στην Ευρώπη, ότι η γραμμή Μέρκελ – Σαρκοζί είναι αδιαπέραστη –κάτι σαν τη γραμμή Μαζινό. Εμείς επιμέναμε και τους λέγαμε ότι δεν είναι έτσι, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν.
Προβλέπαμε τις ρωγμές που θα προξενήσει στη γραμμή της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ατελεύτητης λιτότητας η διαφαινόμενη νίκη του Ολάντ στην Γαλλία. Και δείτε πώς τις τελευταίες ημέρες το κλίμα αλλάζει, παρά την σφοδρή αντίδραση της Μέρκελ, της δεξιάς και των αγορών. Πώς πυκνώνουν σε κεντρικό πια επίπεδο στην Ευρώπη οι φωνές που ζητάνε σύμφωνο ανάπτυξης και απαλλαγή από τον κορσέ μιας λιτότητας χωρίς τέλος.
Και ξαφνικά όλοι συνειδητοποιούν –αλλά βεβαίως δεν το ομολογούν- ότι η πρόταση μας ούτε ουτοπική, ούτε μεσοβέζικη είναι. Ότι είναι η μόνη ρεαλιστική και επί της ουσίας ανατρεπτική των πραγμάτων πρόταση. Και παλεύουν –αλλάζοντας θέσεις και γραμμές λίγες μέρες πριν τις εκλογές- να πείσουν τους πολίτες για τη φερεγγυότητα τους. Αλλά τι είδους φερεγγυότητα μπορεί να έχει κάποιος ο οποίος τέσσερις φορές επισκέφθηκε το Ζάππειο και τέσσερις φορές άλλαξε στάση απέναντι στο μνημόνιο- και αναφέρομαι φυσικά στον κ. Σαμαρά. Ή τι είδους φερεγγυότητα προσφέρει κάποιος, που λίγες μέρες πριν υποστήριζε –με τη βούλα και τις διαδοχικές υπογραφές του- τη μέχρι κεραίας πιστή εφαρμογή του μνημονίου και τώρα διατείνεται πως έχει λύσεις και θα διορθώσει την κατάσταση– όπως ο κ. Βενιζέλος.
Ή, γιατί να εμπιστευθούν οι πολίτες κάποιον που μέχρι χθες υποστήριζε την επιστροφή στη δραχμή και τώρα ανακάλυψε μια αλλόκοτη «αριστερή» κυβέρνηση με πρωθυπουργό την κα Παπαρήγα και την στήριξη του Πάνου Καμμένου; -όπως κάνει ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Την προσφορά να ηγηθεί αυτής της αλλόκοτης κυβέρνησης απέρριψε – όπως ήταν φυσικό – η κα Παπαρήγα. Το πρόβλημα με τη θέση του ΚΚΕ είναι ότι αρνείται συμμετοχή σε οποιαδήποτε λύση, όσο διαρκεί ο καπιταλισμός.
Με δυό λόγια: πολλοί «ανακαλύπτουν» τώρα αυτό που η Δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει σταθερά αυτά τα δυο χρόνια: Πώς το παθητικό «ναι σε όλα» και το απόλυτο «όχι σε όλα» οδηγούν στο ίδιο αδιέξοδο. Πως είναι δυνατός και ρεαλιστικός ένας άλλος δρόμος. Που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδα. Που θα ανοίξει έναν ορίζοντα ελπίδας και αισιοδοξίας για το λαό μας.
Δεν είναι ο χώρος ούτε ο χρόνος για να κάνω μια αναλυτική παρουσίαση του προγράμματος μας, όμως θα ζητήσω για λίγο την υπομονή σας για να παρουσιάσω πολύ συγκεκριμένα μέτρα που αποτελούν την βάση και μιας μετεκλογικής συμφωνίας:
Το πρώτο και σημαντικό είναι: Ευνοϊκότεροι διακανονισμοί σε σχέση με το χρόνο κάλυψης του στόχου μηδενικού ελλείμματος Διεκδίκηση δηλαδή παράτασης χρόνου για την κάλυψη των στόχων της συμφωνίας σχετικά με το έλλειμμα. Συγκεκριμένα για κάθε ένα από τα τρία πρώτα χρόνια να επιτρέπεται η χρονική μετάθεση ενός έτους. Όταν το προτείναμε μας κοίταγαν περίεργα. Τώρα όλοι έρχονται στα λόγια μας.
Αμέσως πρέπει να προχωρήσουμε στην κατάργηση της Πράξης νομοθετικού περιεχομένου για τη μείωση των κατώτατων μισθών που συμπαρέσυρε όλες τις αμοιβές και τις συντάξεις προς τα κάτω και τους έκανε μισθούς και συντάξεις ντροπής και φτώχειας.
Οι δεσμεύσεις για νέα μέτρα τον Ιούνιο του 2012 με στόχευση τις συντάξεις, τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, τη φαρμακευτική δαπάνη καθώς και τις αμυντικές δαπάνες, την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και της αυτοδιοίκησης μπορούν να αντιρροπηθούν από :
τις περικοπές των δημοσίων δαπανών με στόχο μείωση 4 δις που αφορούν σε αμυντικές δαπάνες, φαρμακευτική δαπάνη και ό,τι αφορά στη δημόσια διοίκηση, μόνο κατά το σημαντικό σκέλος της καταπολέμησης της σπατάλης και της ανορθολογικής διαχείρισης πόρων και όχι με περικοπές δαπανών στο κοινωνικό κράτος.
την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω των νέων συστημάτων ελέγχου των δημοσίων δαπανών και των διαγωνισμών, με στόχο μείωση κατά 2 δις του ποσού των δημόσιων προμηθειών.
την καταπολέμηση της παραοικονομίας που υπολογίζεται στο 30% του Α.Ε.Π., με στόχο να συλληφθεί το 1/3 και να προστεθούν στα έσοδα 6 δις ευρώ.
Η ζωή μας όμως, φίλες και φίλοι, δεν είναι μόνο το μνημόνιο και οι επιπτώσεις του. Θέλω, λοιπόν να αναφερθώ σε ένα θέμα που ξέρω ότι «καίει» όλους, το μεταναστευτικό. Από την ίδρυση της η Δημοκρατική Αριστερά έχει επισημάνει τις τραγικές επιπτώσεις της ανυπαρξίας κρατικής –αλλά και συνολικά ευρωπαικής- πολιτικής για το μεταναστευτικό. Είχαμε επίσης επισημάνει την άμεση ανάγκη λήψης μέτρων για την πάταξη της εγκληματικότητας –όποιο χρώμα κι αν έχει. Κυβερνώντες και κράτος κοίταζαν αλλού και περίπου σφύριζαν αδιάφορα ή προχωρούσαν σε σπασμωδικές κινήσεις, επικοινωνιακού βασικά χαρακτήρα. Αποτέλεσμα; Η σημερινή κατάσταση όπου σε περιοχές ολόκληρες κυριαρχεί ο φόβος και η βία.
Τα προβλήματα αυτά έχουν δύσκολη αντιμετώπιση και όσοι διατείνονται ότι έχουν βρεί τη μαγική λύση συνειδητά ψεύδονται. ‘Όμως και η αμηχανία δεν είναι λύση. Και για ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα: από την ατζέντα της Αριστεράς, ιδιαίτερα της δικής μας Αριστεράς, δεν μπορεί να αφαιρεθεί ποτέ ο ανθρωπισμός. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί ο σεβασμός στον άνθρωπο, όποιας φυλής, χρώματος, ή θρησκείας. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί το δικαίωμα όλων στη ζωή και την αξιοπρέπεια.
Όποιος όμως αρνείται την ανάγκη συγκεκριμένων μέτρων κλείνει τα μάτια στο πρόβλημα και δεν απαντάει σε πιεστικά ερωτήματα που ζητούν ρεαλιστικές απαντήσεις. Ταυτόχρονα, όποιος μονοσήμαντα ταυτίζει τα προβλήματα ασφάλειας, δημόσιας υγείας και ποιότητας ζωής με τους μετανάστες, τροφοδοτεί την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τελικά την ακροδεξιά κάλπη. Ας το έχει υπ’ όψη του αυτό ο κ. Σαμαράς, που στην αγωνία του να αλιεύσει ψήφους στα δεξιά του, νομιμοποιεί την ακροδεξιά αντζέντα. Δεν φαίνεται να κατάλαβε τίποτε από το αντίστοιχο πάθημα του κ. Σαρκοζί.
Πολίτες της Αθήνας, πολίτες της Ελλάδας, που ξέρω πόσο σας προβληματίζει το θέμα αυτό. Ξεκινάω από μια διαπίστωση: Η Ελλάδα δεν μπορεί να υποδεχθεί όλους τους κολασμένους του σύγχρονου κόσμου, αν και πρέπει να αποδεχθεί το μερίδιο που της αναλογεί. Το μερίδιο αυτό το έχουμε υπερβεί, με αποτέλεσμα να απειλείται η κοινωνική συνοχή και η ισορροπία στις πόλεις και ευρύτερα στην κοινωνία.. Χρειάζεται συνδυασμός εσωτερικών ρυθμίσεων, αλλά και διεθνών. Αναθεώρηση του Δουβλίνου 2, επαναπροώθηση όσων δεν δικαιούνται πολιτικό άσυλο και δεν μπορεί βάσει του νόμου να νομιμοποιηθούν. Στον αντίποδα, οι νόμιμοι μετανάστες πρέπει να έχουν όλα τα δικαιώματα που τους αποδίδει ο νόμος. Τίποτα περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Απαιτείται συνδυασμός ανθρωπιάς και αποτελεσματικότητας. Και αυτό μόνο η πιστή εφαρμογή του νόμου μπορεί να το εγγυηθεί.
Και έρχομαι στο θέμα της ασφάλειας που επίσης μας απασχολεί όλους.
Για την δική μας Αριστερά, η ασφάλεια – όχι μόνο απέναντι στην εξουσία αλλά και απέναντι σε όσους παραβιάζουν τον νόμο – είναι ανθρώπινο δικαίωμα, δικαίωμα του πολίτη. Κυρίως του φτωχού και ανυπεράσπιστου πολίτη, γιατί τα προνομιούχα στρώματα έχουν συνήθως τον τρόπο να προστατευτούν ακόμα και αν η αστυνομία απουσιάζει από την γειτονιά τους. Στον Άγιο Παντελεήμονα όμως, στην Κυψέλη και σε άλλες συνοικίες, αν απουσιάσει το κράτος, ο πολίτης είναι ανυπεράσπιστος.
Και ο ανυπεράσπιστος από το κράτος και τη Δημοκρατία πολίτης αισθάνεται ταπεινωμένος και είναι ευάλωτος στον πειρασμό του εξτρεμισμού της ακροδεξιάς, ιδίως όταν αυτή εμφανίζεται με την προβιά του προστάτη, ενώ το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να διαποτίσει συνειδήσεις με το φυλετικό μίσος και το μίσος προς την Δημοκρατία. Εμείς, λοιπόν, θέλουμε το κράτος να είναι συνεχώς παρόν στις φτωχογειτονιές και τις υποβαθμισμένες συνοικίες, να καταπολεμά το έγκλημα, τις συμμορίες ημεδαπών και αλλοδαπών, τα ναρκωτικά και τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών. Να καταπολεμά την παραβατικότητα. Και να μην επιτρέπει σε κανένα να το υποκαθιστά. Να «ανακαταλάβει» ο νόμος αυτές τις περιοχές και από τις συμμορίες και από τους αυτόκλητους προστάτες της Χρυσής Αυγής.
Και παίρνοντας αφορμή από αυτό, θέλω να αναφερθώ σε ένα θέμα που δεν έχει νόημα να το αποσιωπούμε. Υπάρχει κίνδυνος στην επόμενη Βουλή, στο ναό όπως λένε της Δημοκρατίας, να μπουν ορκισμένοι εχθροί της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία θα ανταπεξέλθει σε αυτήν την πρόκληση. Όμως αισθάνομαι την υποχρέωση να πω σε εκείνους τους συμπολίτες μας, που δεν έχουν πρόβλημα να κατευθύνουν την οργή τους στην κάλπη της Χρυσής Αυγής, ότι τα μεγάλα και οξυμμένα προβλήματα της χώρας και της Δημοκρατίας μας δεν αντιμετωπίζονται με την ενίσχυση ακραίων και αντικοινοβουλευτικών κομμάτων. Και θέλω να καλέσω όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου – παρά τις άλλες διαφορές μας – να φτιάξουμε ένα μέτωπο επαγρύπνησης απέναντι στη φασιστική πρόκληση.
Πολίτες της Αθήνας, Ελληνίδες και Έλληνες, πριν μπω στο τελευταίο θέμα που είναι η επόμενη μέρα και η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης θέλω να αναφερθώ στις Προεδρικές εκλογές στην Γαλλία. Καταλαβαίνετε τους λόγους για τους οποίους το κάνω, την σημασία του αποτελέσματος για την Γαλλία για την Ευρώπη και για την χώρα μας. Και το πρώτο που θέλω να πώ, είναι ότι για την Γαλλία , την Ευρώπη και την Ελλάδα εύχομαι, ελπίζω και πιστεύω ότι ο Φρανσουά Ολάντ σε 7 μέρες θα είναι ο νέος Πρόεδρος της φίλης χώρας.
Ήδη οι συνέπειες της αναμενόμενης νίκης του είναι αισθητές και οι εραστές του μονόδρομου της άτεγκτης δημοσιονομικής πειθαρχίας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δείχνουν έντονη ανησυχία. Η νίκη του θα μας επιτρέψει από καλύτερες θέσεις και σε ένα ευνοϊκότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον να προωθήσουμε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και σταδιακής απαγκίστρωσης από το μνημόνιο. Πριν λίγες μέρες η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μας κάλεσε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της γαλλικής αριστεράς και να συμπαραταχθούμε μαζί του. Πράγματι, αν ζούσαμε στην Γαλλία θα το κάναμε για τον απλούστατο λόγο ότι το πρόγραμμα του Ολάντ σε μεγάλο βαθμό είναι σαν το δικό μας. Στην Ελλάδα όμως ποιος είναι στον ρόλο του Ολάντ, ποιος είναι ο Έλληνας Ολάντ; Θέλω σε αυτό το σημείο να απευθυνθώ στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, στον απλό κόσμο με τον οποίο δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε, δώσαμε μαζί αγώνες και είναι βέβαιο ότι θα ξανασυναντηθούμε, αν αυτό δεν έχει γίνει ήδη. Και θέλω να τους ρωτήσω και να μου απαντήσουν με το χέρι στην καρδιά: Δυο χρόνια τώρα που άκουγαν τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Βαγγέλη Βενιζέλο να μας μιλάνε για αναγκαστικούς μονόδρομους, για λιτότητα, περικοπές και μνημόνια, αναγνώριζαν σε αυτήν την πολιτική κάτι έστω από το πρόγραμμα του Γάλλου σοσιαλιστή και πιθανού αυριανού Προέδρου; Μια προοδευτική αύρα, μια πνοή αλλαγής και αισιοδοξίας ; Αυτό ακριβώς έχουμε κατά νού όταν μιλάμε για την σπουδαιότητα του προγράμματος, για φερέγγυες πολιτικές και φερέγγυα πρόσωπα και τα θέτουμε ως απαραίτητες προϋποθέσεις για οποιαδήποτε συνεργασία. Και για να κλείσω με τις γαλλικές εκλογές και το συσχετισμό τους με τις δικές μας: ένα από τα φοβικά προεκλογικά συνθήματα του κ. Σαρκοζύ είναι πως αν ψηφιστεί ο Ολάντ η «Γαλλία θα γίνει Ελλάδα». Στον αντίποδα ο σοσιαλιστής υποψήφιος καλεί τους συμπατριώτες του σε «Ένα Ευρωπαικό Κίνημα αλλαγής πορείας». Σ’ αυτό ακριβώς το κίνημα συμμετέχουμε κι εμείς και σας καλούμε να συμμετάσχετε με την ψήφο σας στη Δημοκρατική Αριστερά.
Έρχομαι, λοιπόν, φίλες και φίλοι, πολίτες της Αθήνας, πολίτες της Ελλάδας, στην επόμενη ημέρα, στο ερώτημα : ποια κυβέρνηση, με ποιους και κυρίως με τι πρόγραμμα μπορεί να σχηματιστεί αφού «μιλήσει» ο κυρίαρχος ελληνικός λαός την άλλη Κυριακή.
Θα σας πω καθαρά και τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε. Θέλουμε να σχηματιστεί κυβέρνηση και να μην μπεί ο τόπος σε περιπέτειες με αλλεπάλληλες εκλογές. Θέλουμε μια κυβέρνηση που θα αλλάξει τις ασκούμενες πολιτικές, θα προχωρήσει άμεσα στις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις , θα κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρώπη με την κοινωνία όρθια και για αυτό από την πρώτη μέρα θα ξεκινήσει την προσπάθεια για την απαγκίστρωση από το μνημόνιο. Σε μια τέτοια κυβέρνηση εμείς θα συμμετάσχουμε. Δεν θέλουμε μια κυβέρνηση που θα συγκροτηθεί απλώς για να συγκροτηθεί, που θα αφήσει άθικτο τον πυρήνα των ασκουμένων πολιτικών, θα είναι μια Βαβέλ στο εσωτερικό της, θα δημιουργήσει αρχικά την ψευδαίσθηση μιας ευρύχωρης θαλπωρής για να καταρρεύσει λίγο αργότερα με πάταγο και αλληλοκατηγορίες. Σε μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα συμμετάσχουμε. Θα προτιμήσουμε τον ρόλο της προγραμματικής αντιπολίτευσης.
Επειδή εμείς θέλουμε να υπάρξει λύση καταθέτουμε την πρόταση μας σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις. Η πρόταση μας αυτή βρίσκεται ήδη και θα παραμείνει στο τραπέζι και είμαι βέβαιος ότι η ετυμηγορία του ελληνικού λαού θα της δώσει ισχυρή ώθηση. Συμπυκνωμένα την επαναλαμβάνω: Συμφωνία σε πρόγραμμα με φερέγγυες πολιτικές και φερέγγυα πρόσωπα. Ξέρουμε ότι η διαμόρφωση προγράμματος και κυβέρνησης απαιτεί αμοιβαίες συγκλίσεις και με τέτοια διάθεση θα προσέλθουμε. Υπάρχουν όμως δυο κόκκινες γραμμές για τις οποίες δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης και τις οποίες – το ξεκαθαρίζουμε – δεν πρόκειται να τις διαβούμε. Η χώρα θα μείνει στην Ευρωπαική Ένωση και το ευρώ και από την Δευτέρα το πρωί θα αρχίσει η σταδιακή απαγκίστρωση από το μνημόνιο.
Ελληνίδες και Έλληνες
Αυτή είναι η πεντακάθαρη πρόταση μας για την επόμενη ημέρα. Και σπεύδω να απαντήσω σε μια ένσταση που φαίνεται λογική αλλά στηρίζεται σε δεδομένα της προηγούμενης ημέρας. Καλά όλα αυτά , μας λένε, αλλά δεν βλέπετε ότι οι παραλήπτες της πρότασης πέφτουνε πάνω στις κόκκινες γραμμές που θέσατε;
Οι μεν ορκίζονται πίστη και αφοσίωση στο μνημόνιο που από κάτω του έβαλαν την υπογραφή τους, ενώ οι δε, με την πολιτική που προτείνουν οδηγούν, τη χώρα έξω από τα ευρώ, στην δραχμή. Το βλέπουμε, αλλά βλέπουμε και την δυναμική των πραγμάτων, τις σεισμικές συνέπειες που θα επιφέρει η ψήφος του λαού. Και όπου υπάρχει σεισμός υπάρχουν και μετατοπίσεις. Ναι, η πρόταση μας για να υλοποιηθεί απαιτούνται μετατοπίσεις, οι μετατοπίσεις προυποθέτουν ένα πολιτικό σεισμό και την ενεργοποίηση την κρατά στα χέρια του ο λαός με την ψήφο του. Για αυτό σας ζητάμε να είναι πολλών Ρίχτερ ο σεισμός , για αυτό σας ζητάμε να δώσετε τόση δύναμη στην Δημοκρατική Αριστερά ώστε να αξιοποιήσει ενδεχόμενες μετατοπίσεις για να οδηγηθούμε σε προοδευτική λύση.
Αυτή είναι η πρόταση μας. Σας ζητάμε όχι μόνο να την κρίνετε αλλά και να την συγκρίνετε με όσες άλλες έχουν κατατεθεί. Με αυτή της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς, με την ανοχή του Πάνου Καμένου που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι προτάσεις για αυτοδύναμη ΝΔ, ή για ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα κατατέθηκαν για λόγους συσπείρωσης της εκλογικής βάσης του καταρρέοντος δικομματισμού και ουδείς τις παίρνει στα σοβαρά.
Η λύση, που χωρίς να το ομολογούν απεργάζονται, είναι η παράταση της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ για να συνεχιστεί η ίδια πολιτική που μας έφερε ως εδώ. Το πρόβλημα με αυτή την πρόταση δεν είναι μόνο η παθητική και ολοκληρωτική αποδοχή του μνημονίου. Είναι και η εμπειρία από την ίδια τη συγκυβέρνηση. Εμπειρία αρνητική και απωθητική. Υπουργοί που διαγκωνίζονται, παράλυση από τις συνεχείς διαφωνίες. Το βασικό βέβαια είναι ότι θα ακολουθήσουν την ίδια πολιτική.
Τι μένει; Ο διαγκωνισμός για την πρωθυπουργία. Ο κ. Βενιζέλος, στις υδραργυρικές μετακινήσεις του, άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά και στο τέλος πρόσφερε και την πρωθυπουργία στον κ. Σαμαρά. Ας προσέξουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στο συγκεκριμένο σημείο. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος την Κυριακή να ψηφίσουν το κόμμα τους και την Δευτέρα να βρεθούν με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά. Επειδή καταλαβαίνουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση ακόμα και αν συγκεντρώνει 151 ψήφους θα προσκρούσει στο τείχος της έλλειψης κοινωνικής νομιμοποίησης, ζητούν απεγνωσμένα συμμετοχή και δυνάμεων της Αριστεράς.
Θέλω να είμαι σαφής: Εμείς αριστερό άλλοθι στη συγκυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ δεν θα δώσουμε.
Η άλλη πρόταση είναι του ΣΥΡΙΖΑ. Αρχικά εμφανίστηκε με διάφορες παραλλαγές, ως πρόταση συμπαράταξης ώστε ο συνασπισμός κομμάτων της Αριστεράς να πάρει το bonus των 50 εδρών του πρώτου κόμματος. Μόλις συνειδητοποίησαν ότι αυτό δεν το επιτρέπει ο εκλογικός νόμος πρότειναν συνεργασία στις μονοεδρικές για να αφαιρέσουμε 8 έδρες από τον δικομματισμό. Μόλις διαπίστωσαν ότι ούτε αυτό επιτρέπεται, κατέληξαν σε πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς.
Αυτή η κυβέρνηση της Αριστεράς – και αμέσως μετά θα δούμε αν είναι μόνο της Αριστεράς – σε ποια πολιτική βάση θα συγκροτηθεί; Ποιο είναι το πρόγραμμα της και ποια τα όρια της; Την δική μας πρόταση προς τις δυνάμεις του προοδευτικού χώρου την ακούσατε. Ξέρετε το πρόγραμμα της , τα όρια της , τις δικές της κόκκινες γραμμές, τις μετατοπίσεις που απαιτούνται.
Αυτή η κυβέρνηση της Αριστεράς, με πρωθυπουργό - και μάλιστα ερήμην της - την κα Παπαρήγα – ο κ.Τσίπρας το πρότεινε, όχι εγώ – πού θα την πάει την Ελλάδα; Στο ευρώ ή την δραχμή, εντός η εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης; Και τι θα κάνει τη Δευτέρα; Θα ξεκινήσει μια διαδικασία σταδιακής αποδέσμευσης από το μνημόνιο ή θα κηρύξει μονομερή παύση πληρωμών και διαγραφή, με το ετσι θέλω, του χρέους, με συνέπεια να δημιουργηθεί πτωχευτικό γεγονός και να βρεθούμε χωρίς να το καταλάβουμε εκτός Ευρώ και Ε.Ε; Εμείς σε τυχοδιωκτικά παιγνίδια που θα θέσουν σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας δεν θα πάρουμε μέρος ακόμα και αν τα βαφτίζουν «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Αλλά για να δούμε, μήπως δεν πρόκειται καν για κυβέρνηση της Αριστεράς; Ξέρετε εσείς πολλές κυβερνήσεις της Αριστεράς που να ζητάνε στήριξη από τον Πάνο Καμένο; Στην αρχή νομίζαμε ότι πρόκειται για κακόγουστο αστείο ή για ένα λάθος. Δεν είναι όμως έτσι. Επιμένουν σε αυτό. Στη βάση αυτής της απίθανης πρότασης βρίσκεται όχι η ανάγκη για ενότητα της Αριστεράς, αλλά για μια αντιμνημονιακή ενότητα χωρίς όρια, από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά . Βρίσκεται η εσφαλμένη αντίληψη ότι όλη η πολιτική ζωή συμπυκνώνεται στο δίλλημα μνημονιακές η αντιμνημονιακές δυνάμεις, όπου οι πρώτες είναι οι δυνάμεις του φωτός και οι άλλες του σκότους. Με αυτή την λογική, δυνάμεις της λαικίστικης δεξιάς και της ακροδεξιάς επειδή αντιτίθενται στο μνημόνιο γίνονται αποδεκτές ως στυλοβάτες της κατά τα άλλα αριστερής κυβέρνησης. Για σκεφτείτε μια στιγμή το σουρεαλιστικό σχήμα: Μια κυβέρνηση με την κα Παπαρήγα η τον κ.Τσίπρα – εμένα ευτυχώς δεν μου ζήτησαν να ηγηθώ και γλύτωσα – με την στήριξη του κ. Καμμένου. Τι δώρο, αλήθεια, στις δυνάμεις του δικομματισμού ήταν αυτή η πρόταση του κ. Τσίπρα;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το κόμμα αυτό είναι πιο αριστερό από εμάς. Θα το δούμε αυτό. Θα το κρίνει το μέλλον. Το πρώτο όμως πράγμα που πρέπει να προσέχει ένα αριστερό κόμμα είναι να μην διασχίζει την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά .
Πολίτες της Αθήνας, Ελληνίδες και Έλληνες
Πριν σας αποχαιρετήσω θέλω να σας πω μερικά τελευταία λόγια. Και σε εκείνους που έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν την ΔΗΜΑΡ. Και σε αυτούς που δεν έχουν αποφασίσει ακόμα και το σκέφτονται, αλλά και σε εκείνους που δεν θα μας ψηφίσουν αλλά επικοινώνησαν αυτό το διάστημα με τον λόγο και τις ιδέες μας. Για εμάς, η 6η Μαίου δεν είναι τέλος, αλλά αφετηρία. Και τις σχέσεις εμπιστοσύνης που οικοδομήσαμε μαζί σας θα τις διαφυλάξουμε και θα τις πολλαπλασιάσουμε. Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους πολίτες που δεν έχουν ακόμα αποφασίσει και ανάμεσα στις επιλογές τους είναι η ΔΗΜΑΡ. Ζητάμε την ψήφο σας και μπορούμε να σας υποσχεθούμε ότι δεν θα το μετανιώσετε, ότι η ψήφος σας θα πιάσει τόπο. Δεν είναι στις παραδόσεις αυτού του χώρου, ούτε στον χαρακτήρα μου τα μεγάλα λόγια , τα πολλά «θα», οι υψηλοί τόνοι και οι κραυγές, που συνήθως καλύπτουν την ένδεια επιχειρημάτων. Θα είμαστε και μετεκλογικά όπως μας γνωρίσατε προεκλογικά, αυτό ναι μπορώ να σας το υποσχεθώ.
Και μπορεί να είστε βέβαιοι ότι η ψήφος σας θα μετρήσει, θα έχει δύναμη για να μετατοπιστεί ο άξονας της πολιτικής ζωής από τη βαθειά συντηρητική θέση που σήμερα βρίσκεται σε ουσιαστικά προοδευτική κατεύθυνση. Δεν σας ζητάμε εξουσιοδότηση, σας ζητάμε να πορευτούμε μαζί στο δύσκολο αλλά και ταυτόχρονα συναρπαστικό δρόμο. Εμάς δεν μας συγκινεί η εικόνα μιας αριστεράς που περιορίζεται μόνο στο να καταγγέλλει. Θέλουμε μια αριστερά μαχητική και υπεύθυνη, μια αριστερά που μπορεί να προσφέρει λύσεις, να κάνει μεταρρυθμίσεις, να πάει τον τόπο μπροστά, να σηκώσει την κοινωνία και την Ελλάδα ψηλά.
Μια αριστερά με αγώνες. Μια Αριστερά με λογισμό και όνειρο. Αυτή είναι η δική μας Αριστερά. Η δική σας Αριστερά. Δώστε μας δύναμη με την ψήφο σας. Δώστε την ψήφο σας στη δύναμη που μπορεί. Με την Δημοκρατική Αριστερά για να αλλάξει ο τόπος πορεία. Με την Δημοκρατική Αριστερά για να βγούμε από την κρίση με την κοινωνία όρθια. Γειά σας.