Στην Ετήσια Έκθεση που ετοιμάζει κάθε χρόνο για τους στρατιωτικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην Κύπρο ο ειδικός σε θέματα άμυνας και στρατηγικής και βουλευτής του ΑΚΕΛ Άριστος Αριστοτέλους, για το 2010 διαπιστώνει τα εξής: Από το 2002 που οι Τούρκοι προέβησαν σε ουσιαστική και άνευ προηγουμένου αύξηση των δυνάμεων τους , οι στρατιωτικές δυνάμεις των αντιπάλων πλευρών στον κυπριακό χώρο – Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ, Τουρκικά Στρατεύματα και Τουρκοκυπριακές Στρατιωτικές Δυνάμεις – βασικά παραμένουν αριθμητικά αμετάβλητες μέχρι σήμερα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις στα κατεχόμενα αντικαθιστούσαν, επιδιόρθωναν ή ανανέωναν κατά καιρούς μέρος του εξοπλισμού τους. ..
Η τουρκική πλευρά διατηρεί σε υψηλά επίπεδα ικανοτήτων ταστρατεύματα της στην Κύπρο. Είναι σε θέση στρατιωτικά να αποκλείσει από θάλασσα και αέρα την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία υστερεί σημαντικά σ’ αυτούς τους τομείς. Η Τουρκία έχει δυνατότητα πλήρους αεροπορικής και ναυτικής κάλυψης, υποστήριξης και ταχείας ενίσχυσης των δυνάμεων της στο νησί από βάσεις και εγκαταστάσεις στο έδαφός της.
Με την κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού και το στρατιωτικό δυναμικό που διαθέτει, καθώς και με τις αεροπορικές και ναυτικές της δυνάμεις, η Τουρκία δύναται να έχει σχεδόν πλήρη στρατηγικό έλεγχο επί της Κύπρου. Επίσης, ένεκα του εκτοπίσματός της, της εγγύτητας της και των σχέσεων της, δύναται να ασκήσει διάφορου βαθμού επιρροή σε οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Σ’ αυτό το ρόλο βέβαια που η Άγκυρα επιδιώκει να διαδραματίσει δεν μπορεί να αγνοήσει πιθανόν ανταγωνισμό με δυνάμεις όπως το Ιράν και η Αίγυπτος.
Η προγραμματισμένη ενίσχυση του στόλου της Τουρκίας με φρεγάτες και υποβρύχια στα επόμενα χρόνια όπως και με μεταγωγικά αεροσκάφη θα ενισχύσει περαιτέρω την εμβέλεια δράσης και την αποτελεσματικότητα των δυνάμεων της στην περιοχή και πέραν από αυτή. Ο κομβικός της ρόλος όσον αφορά τη διέλευση των αγωγών πετρελαίου προσθέτουν ερείσματα στη στρατηγική σημασία της χώρας αυτής και στις σχέσεις της στην Καυκασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία, όμως, στις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες, πρέπει να είναι πολύ προσεχτική για να μην προκαλεί τη ρωσική αρκούδα - ένα άλλο πανίσχυρο παίχτη με ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η Τουρκία είκοσι χρόνια μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση, αλλά και να ανεξαρτητοποιείται από τις ΗΠΑ και ακολουθεί μια πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική - αναβιώνοντας μνήμες και συμπεριφορές παράλληλες του οθωμανικού της παρελθόντος. Η Άγκυρα ήδη λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής και προβλέπεται ότι έως το 2025 θα είναι μια πολύ σημαντική οικονομική και στρατιωτική δύναμη στο παγκόσμιο και ιδιαίτερα στο περιφερειακό σκηνικό.
Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών κι ενώσω το Κυπριακό παραμένει άλυτο, η σκιά της παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο, όπως και αυτής των εποίκων καθίσταται ολοένα και πιο βαρετή. Η διχοτόμηση βαθαίνει και η διαπραγματευτική θέση της Άγκυρα γίνεται πιο ισχυρή, με αρνητικές συνέπειες για την ελληνοκυπριακή πλευρά σε διάφορους ζωτικούς τομείς που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση, περιλαμβανομένου και του τομέα της ασφάλειας.
Από την άλλη ο κατακερματισμός του εσωτερικού μετώπου των Ελληνοκυπρίων, η ασυμφωνία σε κοινούς στόχους στο Κυπριακό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και η διατύπωση ακραίων θέσεων δεν βοηθά την Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά ούτε στο διεθνές πεδίο. Δεν βοηθά την Κύπρο πολλές φορές ούτε στον ίδιο το χώρο της Ε.Ε., που παρέμεινε ως ο πιο σημαντικός ίσως διεθνής μοχλός της Λευκωσίας στις προσπάθειες άσκησης πίεσης στην Άγκυρα για επίλυση του προβλήματος και αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων στο διπλωματικό πεδίο.
Σαφώς η Κυπριακή Δημοκρατία, συνεχίζει να βρίσκεται σεμειονεκτική θέση στρατιωτικά σε σχέση με τις κατοχικές δυνάμεις. Η στενή λωρίδα εδάφους που έχει να υπερασπισθεί η Ε.Φ., η απουσία άμυνας σε βάθος, οι αδυναμίες στον αεροπορικό και αντιαεροπορικό τομέα έναντι μιας πολύ ισχυρής αεροπορίας της τουρκικής πλευράς, που διαθέτει σύγχρονα πολεμικά μέσα, καθώς και οι πολύ ισχνές ναυτικές ικανότητες της Δημοκρατίας σε σχέση με τις τουρκικές άφηναν ανέκαθεν το νησί ιδιαίτερα ευάλωτο στους τομείς αυτούς. Η υπό εξέλιξη αναδιοργάνωση ωστόσο θα καταστήσει την Ε.Φ. μια πιο ευέλικτη και αποτελεσματική δύναμη να αντιμετωπίσει διάφορες μορφές κρίσεις, προκλήσεις και απειλές στο νησί αλλά και να ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις σε σχέση με τη συμμετοχή της Κύπρου ως ισότιμο μέλος της Ε.Ε.
Στον τομέα του στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού, στον κυπριακό χώρο, η Κυπριακή Δημοκρατίας μειονεκτεί με αναλογίες3,1 Τούρκους στρατιώτες για κάθε Εθνοφρουρό. Ωστόσο υπολογίζοντας το αριθμητικό δυναμικό της Εφεδρείας, τα δεδομένα διαφοροποιούνται αισθητά και μετατρέπονται σε ένα Τούρκο για κάθε δύο Εθνοφρουρούς. Όμως το ανθρώπινο δυναμικό της τουρκικής πλευράς δεν περιορίζεται στους 36.000 στρατιώτες της επί κυπριακού εδάφους αλλά και στις ενισχύσεις που θα έχει από δυνάμεις τους στην Τουρκία
Από την άλλη, η απόσταση της Κύπρου από την Ελλάδα αλλά και η ανυπαρξία αποτελεσματικών λύσεων πλήρωσης του κενού στον τομέα της αεροπορίας και του ναυτικού, συνεχίζουν να αποτελούν την πάγια αδυναμία της ελληνικής πλευράς έναντι της Τουρκίας για αποτελεσματική και αξιόπιστη κάλυψη, υποστήριξη και ενίσχυση της άμυνας του νησιού. Οι ναυτικές εγκαταστάσεις στο Μαρί και οι αεροπορικές στην Πάφο και αλλού συμβάλλουν κατά κάπως στην ενίσχυση της κυπριακής άμυνας σ’ αυτούς τους τομείς αλλά ένεκα γεωγραφίας και αδυναμίας εξασφάλισης αποτελεσματικών μέσων προστασίας τους (π.χ. S-300) παραμένουν εκτεθειμένοι σε οποιασδήποτε επιδρομής.
Η Ελλάδα, ακολουθούμενη από την Τουρκία ήταν κατά το 2009 ανάμεσα στις πρώτες χώρες σε εισαγωγή οπλισμού παγκοσμίως, παρά την οικονομική κρίση. Όμως κάτω από τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα του 2010, τουλάχιστον η ελληνική πλευρά, περικόπτει κονδύλια από τον προϋπολογισμό για την άμυνα. Υπό τις περιστάσεις ενδεχόμενα να είναι δύσκολα να αποφύγει κάποιακάμψη στη μαχητική ικανότητα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στο εύρος της αποτρεπτικής τους ισχύς και της δυνατότητας προέκτασης της στην Κύπρο.
Στην πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αυστηρές απαιτήσεις σύγκλησης με τους δείκτες του Μάαστριχτ, της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της υιοθέτησης του ευρώ, κατέστησαν την άμυνα, τομέα εξοικονόμησης πόρων, συμβάλλοντας ταυτόχρονα σε επιβράδυνση στο ρυθμό εισαγωγής οπλισμού. Σ’ αυτό συνέβαλε και η επιδεινούμενη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Παρά ταύτα η Κύπρος προχωρεί στην αντικατάσταση μέρους των αρμάτων της – μιας ατυχέστατης αγοράς προηγούμενων χρόνων - που περιέπεσαν σχεδόν σε αχρηστία, καθώς και σε αγορά σημαντικού αριθμών οχημάτων όπως και ελικοπτέρων για έρευνα και διάσωση.
Ως εκ τούτου, οι αμυντικές δαπάνες στην Κυπριακή Δημοκρατία παραμένουν σταθερά στο 2.1% - 2.3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που ως ποσοστό οι δαπάνες αυτές είναι χαμηλότερες από ό,τι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ωστόσο είναι κάπως πιο ψηλές ως ποσοστό από το μέσο όρο αμυντικών δαπανών στο χώρο της Ε.Ε., ο οποίος ανέρχεται στο1.9%.
H ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας !