Του Στάθη Κουρνιώτη
Μέλους της Ν.Ε. Εύβοιας της ΔΗΜΑΡ
Η έξοδος της χώρας από την κρίση απαιτεί το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου. Ειδικά ο σχεδιασμός αποτελεί μια υποχρέωση του κεντρικού κράτους και δεν μπορεί να γίνει από την αγορά με κάποιο είδος «αυτορύθμισης». Δύο βασικά συστατικά του νέου παραγωγικού μοντέλου πρέπει να είναι η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας και η πράσινη επιχειρηματικότητα.
Η εξασφάλισης της περιβαλλοντικής αειφορίας της οικονομίας αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη, όπως πολλές φορές έχει εκφραστεί σε επίσημες συνθήκες, αποφάσεις και ανακοινώσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, θεωρητικά τουλάχιστο, πρέπει να αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα και του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Η στρατηγική αυτή υλοποιείται μέσω ενός εκτεταμένου κανονιστικού πλαισίου που υιοθετείται υποχρεωτικά και στην ελληνική νομοθεσία. Ζητήματα όπως η περιβαλλοντική αδειοδότηση, η απαίτηση εισαγωγής των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα, η συμμετοχή σε διεθνείς συνθήκες για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, οι προδιαγραφές για τη διαχείριση των αστικών λυμάτων και των στερεών αποβλήτων, η απαίτηση για ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, κλπ έχουν εισαχθεί ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η στρατηγική έχει οδηγήσει σε μια πολιτική οριζόντιας εισαγωγής του περιβάλλοντος στο σύνολο των υπόλοιπων πολιτικών της Ευρ. Ένωσης, με ρητά διατυπωμένο στόχο την αποσύνδεση (decoupling) της οικονομικής μεγέθυνσης από τις περιβαλλοντικές πιέσεις και, τελικά, τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πολιτική απόφαση της στροφής της Ευρωπαϊκής οικονομίας σε ένα περιβαλλοντικά αειφόρο παραγωγικό μοντέλο υλοποιείται όχι μόνο μέσω της υιοθέτησης ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου αλλά και μέσω της κατευθυνόμενης χρηματοδότησης σχετικών έργων υποδομής που απαιτούνται για την εφαρμογή του νομικού πλαισίου, αλλά και της χρηματοδότησης για την ενθάρρυνση της έρευνας και της καινοτομίας που συνδέονται με τεχνολογίες και τεχνικές που προάγουν την αειφορία. Ειδικά στην Ελλάδα, σχεδόν το σύνολο των περιβαλλοντικών υποδομών της χώρας, περιλαμβανομένων όλων των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων και όλων των υποδομών που σχετίζονται με τη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, έχει χρηματοδοτηθεί μέσω των Ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών μηχανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Το ίδιο ισχύει και για δράσεις και έργα που βρίσκονται στην «διεπιφάνεια» του περιβάλλοντος και κάποιου άλλου οικονομικού (ή μη) τομέα όπως είναι οι μεταφορές, όπου η Ε.Ε. έχει χρηματοδοτήσει την κατασκευή όλων των αστικών δικτύων μέσων μαζικής μεταφοράς και του πολιτισμού όπου επίσης χρηματοδοτούνται έργα και δράσεις για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος μέσω της προστασίας και της ανάδειξης μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Οι παραπάνω χρηματοδοτήσεις γίνονται μέσω του ΕΣΠΑ (παλαιότερα των ΚΠΣ). Ωστόσο, η χρηματοδότηση για την αειφορία της παραγωγής γίνεται και άμεσα από την Ε.Ε. και αφορά τη χρηματοδότηση της καινοτομίας μέσω π.χ. προγραμμάτων LIFE, τα οποία εμπλέκουν υπηρεσίες του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης με ερευνητικά ιδρύματα και επιχειρήσεις με στόχο την ανάπτυξη καινοτόμων, πιλοτικών προϊόντων και υπηρεσιών που προωθούν την αειφορία.
Ωστόσο, η κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα για την αειφορία στην παραγωγή, διαφέρει σημαντικά σε σχέση με την Ευρωπαϊκή. Συνήθως η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας δεν αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της απόκλισης της ελληνικής αντίληψης είναι η επί σειρά ετών άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να δημιουργήσουν ένα υπουργείο περιβάλλοντος καθώς η ανάγνωση της ανάγκης δημιουργίας υποδομών εστιαζόταν κυρίως στην έννοια του δημόσιου έργου και πολύ λιγότερο στο αποτέλεσμα που θα έπρεπε να έχει αυτό στο περιβάλλον. Ακόμη και σε καθαρά τεχνοκρατικά έγγραφα διεκπεραίωσης των Κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, φαίνεται πως η αντίληψη της κατασκευής υπερισχύει της έννοιας του περιβάλλοντος και της αειφορίας. Έτσι, συνήθως οι δείκτες που επιλέγονται για να περιγράψουν την πορεία ολοκλήρωσης μιας περιβαλλοντικής υποδομής αναφέρονται σε κυβικά τσιμέντου, τόνους χάλυβα ή αριθμό κτιρίων και σχεδόν ποτέ σε περιβαλλοντικές παραμέτρους όπως, για παράδειγμα, ρυπαντικό φορτίο, βαθμός απομάκρυνσης, ποσοστό ανακύκλωσης, κλπ. Επιπλέον, η αειφορία νοείται κυρίως ως υποχρέωση και λιγότερο ως ευκαιρία. Για παράδειγμα, η ελληνική μεταποίηση αντιμετώπισε τη συμμετοχή της στην εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών ως μια δυνητική απειλή για τα οικονομικά της. Μάλιστα, κάποιοι κλαδικοί φορείς προσπάθησαν να διεκδικήσουν δικαστικά την εξαίρεσή τους από το σύστημα, μη αποδεχόμενοι την εσωτερίκευση του κόστους των κλιματικών αλλαγών στην παραγωγή τους. Ωστόσο, η εφαρμογή του συστήματος εμπορίας ρύπων αποδείχθηκε η μόνη ευκαιρία για πολλές μικροβιομηχανίες δομικών υλικών για να κρατηθούν στη ζωή εν μέσω της οικονομικής κρίσης, καθώς μπορούσαν να πουλούν στο εξωτερικό δικαιώματα ρύπανσης που τους είχαν εκχωρηθεί δωρεάν και δεν είχαν χρησιμοποιήσει λόγω της μείωσης της παραγωγής τους. Επίσης, ελάχιστες ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να ενσωματώσουν αποτελεσματικά την περιβαλλοντική παράμετρο στην ποιότητά τους και στο marketing. Χαρακτηριστικές αναφορές είναι ο πολύ μικρός αριθμός ελληνικών εταιριών που έχουν πιστοποιηθεί με EMAS, το ευρωπαϊκό πρότυπο περιβαλλοντικής διαχείρισης ή έχουν λάβει ecolabel για τα προϊόντα τους (με εξαίρεση ίσως τους κλάδους των στρωμάτων και των χρωμάτων που, ωστόσο, έχουν πολύ μικρή βαρύτητα στο σύνολο της μεταποίησης).
Το δεύτερο απαιτούμενο συστατικό για το σχεδιασμό ενός νέου παραγωγικού μοντέλου είναι η μεγέθυνση της πράσινης παραγωγής. Αυτό το συστατικό ουσιαστικά θα έπρεπε να προκύπτει ως η απάντηση της αγοράς στην πολιτική αντίληψη της αειφορίας. Τουλάχιστο αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και έξω από την Ευρώπη σε χώρες όπως η Ιαπωνία και ο Καναδάς. Με άλλα λόγια, αν η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρα και της Ελλάδας) είναι η στροφή προς την αειφορία, οι αγορές θα πρέπει, λαμβάνοντας το μήνυμα, να στραφούν στην παραγωγή προϊόντων και στην παροχή υπηρεσιών που εξυπηρετούν ακριβώς το σκοπό αυτό. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στον κλάδο παραγωγής εξοπλισμού για ενεργειακές βιομηχανίες. Οι ευρωπαϊκές εταιρίες είναι παγκόσμιοι ηγέτες στην παραγωγή ανεμογεννητριών και εξοπλισμού συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας. Αλλά και σε άλλους τομείς που προέκυψαν ως ανάγκη για την εφαρμογή της νομοθεσίας, όπως τεχνολογίες αντιρύπανσης, λογισμικό περιβαλλοντικής διαχείρισης και ανάλυσης κύκλου ζωής, κλπ. Στην Ελλάδα δεν έγινε δυνατό να αναπτυχθούν αντίστοιχοι κλάδοι παραγωγής περιβαλλοντικών τεχνολογιών παρά μόνο περιθωριακά. Η μεταποίηση στην Ελλάδα στηρίζεται στους κλασσικούς κλάδους του μετάλλου, των μη μεταλλικών ορυκτών και δομικών υλικών, της διύλισης πετρελαίου και των τροφίμων. Οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με το περιβάλλον (μελέτες, χημικά εργαστήρια, φορείς περιβαλλοντικής πιστοποίησης, κλπ) είτε δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν είτε αναπτύχθηκαν μόνο ως κρατικοδίαιτες εταιρίες που αναλαμβάνουν σχετικές μελέτες για το κράτος. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ιδιωτική αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη και, το κυριότερο, στηρίζεται στην λειτουργία ενός εν πολλοίς διεφθαρμένου δημόσιου συστήματος αδειοδότησης και περιβαλλοντικού ελέγχου. Σε ένα άλλο παράδειγμα, την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί ραγδαία τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που σχετίζονται με το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των αγορών άνθρακα, πιστοποιητικών καθαρής ενέργειας, αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε «πράσινα» έργα και παραγώγων χρηματιστηριακών προϊόντων που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των εταιριών που συμμετέχουν στη διαμόρφωση χρηματιστηριακών δεικτών. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα αντίστοιχο, ούτε θεωρήθηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Το πιο …προωθημένο ελληνικό χρηματοπιστωτικό προϊόν είναι τα πράσινα δάνεια για την αγορά φωτοβολταϊκών. Μια ακόμη ένδειξη της καθυστέρησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να υιοθετήσει νέα πρότυπα. Βέβαια, αυτή η επιλογή είναι, εν μέρει τουλάχιστο, συνειδητή καθώς το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε (τουλάχιστο πριν ενσκήψει η κρίση) εξασφαλισμένα κέρδη από την τυπική λιανική αγορά, δεδομένης της δυνατότητάς του να την καθοδηγεί και να απολαμβάνει ένα σημαντικά μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε σχέση με τα αντίστοιχα συστήματα σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το πιο χαρακτηριστικό αδυναμίας δημιουργίας μιας πράσινης αγοράς, αποτελεί ο ίδιος ο κλάδος του τουρισμού. Κοινή συνισταμένη όλων των αναλύσεων για τον τουρισμό αποτελεί το γεγονός ότι το τουριστικό προϊόν της χώρας είναι ο ήλιος και η θάλασσα. Δηλαδή, το τουριστικό προϊόν της χώρας είναι το περιβάλλον της. Ωστόσο, επί δεκαετίες τώρα το τμήμα αυτό του περιβάλλοντος που θεωρείται τουριστικό προϊόν, καταστρέφεται συστηματικά. Αρκεί κανείς να δει τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες σε όλες τις τουριστικές περιοχές της χώρας και να διαβάσει τις καταγραφές για τα εκατοντάδες χιλιάδες παράνομα κτίρια σε αιγιαλούς, αρχαιολογικούς χώρους, δασικές περιοχές και προστατευόμενα φυσικά οικοσυστήματα. Δηλαδή, η τουριστική επιχειρηματικότητα όχι μόνο δεν κατάφερε να διασφαλίσει ότι μπορεί να διαθέσει περισσότερο από το προϊόν που ζητάνε οι πελάτες της αλλά συστηματικά υπονομεύει τη δυνατότητά της να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες αντίστοιχης ποιότητας και στο μέλλον. Ο τουρισμός δεν μπορεί να δει το φυσικό περιβάλλον ως ένα προϊόν το οποίο πρέπει να το διαχειριστεί αειφορικά προκειμένου να αυξήσει την ποιότητα και επομένως την αξία των υπηρεσιών που παράγει.
Επιπροσθέτως, ο τουρισμός δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να συνδεθεί αποτελεσματικά με τον, παραδοσιακό για την Ελλάδα, τομέα της αγροτικής παραγωγής και να αυξήσει την προστιθέμενη αξία και των δύο προσφέροντας στους πελάτες του με ένα συστηματικό τρόπο προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, ΠΟΠ, τοπικές ποικιλίες λαχανικών και φρούτων, κλπ. Αντίθετα, στον κλάδο της τουριστικής εστίασης προωθούνται κατά προτεραιότητα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα με ιδιαίτερα υψηλό περιβαλλοντικό και ενεργειακό αποτύπωμα.
Τελικά, ο λόγος που η ελληνική οικονομία δεν δέχθηκε ως κυρίαρχη στρατηγική την περιβαλλοντική αειφορία και δεν ανέπτυξε τομείς της πράσινης επιχειρηματικότητας είναι ότι έχει δομηθεί έτσι ώστε μέχρι πρόσφατα τη συνέφερε να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. Βέβαια, το συμφέρον αυτό στην πραγματικότητα είναι μόνο εκείνων που είχαν «τοποθετηθεί» στην οικονομία με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίζουν από τον τρόπο λειτουργίας της, οι οποίοι στη συνέχεια «αγόραζαν» κοινωνική συναίνεση διαχέοντας ένα τμήμα των κερδών τους. Και τελικά καταρρεύσαμε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.
Η Ευρωπαϊκή στρατηγική είναι δεδομένη. Είναι μάλλον απίθανο να μπορέσει μια χώρα που όχι μόνο συμμετέχει στην Ε.Ε. αλλά και στην Ευρωζώνη, να διατηρήσει την ευμάρεια της κοινωνίας της αποκλίνοντας από αυτή τη στρατηγική. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει το παράδειγμα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα από την αγορά. Μπορεί να γίνει μόνο με σχεδιασμό από το κράτος. Δυστυχώς για μας, ακόμη και αν το αποφασίζαμε, δεν μπορούμε να μεταφέρουμε στην Ελλάδα αυτούσιο ένα παράδειγμα οικονομίας που έχει προσανατολιστεί στην αειφορία, όπως οι σκανδιναβικές που πολύ συχνά τις αναφέρουμε ως πρότυπα. Μπορούμε ωστόσο, να ξεκινήσουμε δημιουργώντας τις δομές εκείνες που θα κάνουν την περιβαλλοντική αειφορία περισσότερο ελκυστική και θα δώσουν μια ευκαιρία στην πράσινη επιχειρηματικότητα. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
Η χρήση των φυσικών πόρων θα πρέπει να κοστολογείται ορθολογικά, λαμβάνοντας υπόψη την αειφορική τους διαχείριση. Αυτό πρέπει να ισχύει, για παράδειγμα, για το νερό ύδρευσης και άρδευσης και για την ενέργεια. Αντίστοιχα, η διαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία της κοινωνίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, πρέπει να γίνεται επιστημονικά και οικονομικά ορθολογικά. Αυτό, βέβαια, δεν συνάδει πάντα με ό,τι θεωρούμε πολιτικά ορθολογικό καθώς συχνά αντικαθιστούμε την έννοια του πολιτικά ορθού με την έννοια του εκλογικά ωφέλιμου. Οι περιβαλλοντικές παρανομίες πρέπει να αποτρέπονται και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, να εφαρμόζονται οι νόμοι, να τιμωρούνται οι ένοχοι και η περιοχή να αποκαθίσταται στην αρχική κατάσταση. Οι χρήσεις γης πρέπει να καθορίζονται. Ο καθορισμός αυτός πρέπει να γίνεται με διαδικασίες διαφανείς που, ωστόσο, θα διαρκούν λιγότερο από μια γενιά.
Το σημαντικότερο από όλα είναι ταυτόχρονα το πιο βαρετό και αυτονόητο. Η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας δεν αποτελεί θέμα μιας μεγαλοπρεπούς επανάστασης που θα γίνει για το σκοπό αυτό αλλά, αποτελεί θέμα εφαρμογής των νόμων που ήδη έχουμε και αποκατάστασης της αίσθησης του δικαίου. Πρωτίστως για το κράτος αλλά και για κάθε πολίτη χωριστά.
Στάθης Κουρνιώτης
23/7/2012
Μέλους της Ν.Ε. Εύβοιας της ΔΗΜΑΡ
Η έξοδος της χώρας από την κρίση απαιτεί το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου. Ειδικά ο σχεδιασμός αποτελεί μια υποχρέωση του κεντρικού κράτους και δεν μπορεί να γίνει από την αγορά με κάποιο είδος «αυτορύθμισης». Δύο βασικά συστατικά του νέου παραγωγικού μοντέλου πρέπει να είναι η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας και η πράσινη επιχειρηματικότητα.
Η εξασφάλισης της περιβαλλοντικής αειφορίας της οικονομίας αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη, όπως πολλές φορές έχει εκφραστεί σε επίσημες συνθήκες, αποφάσεις και ανακοινώσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, θεωρητικά τουλάχιστο, πρέπει να αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα και του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Η στρατηγική αυτή υλοποιείται μέσω ενός εκτεταμένου κανονιστικού πλαισίου που υιοθετείται υποχρεωτικά και στην ελληνική νομοθεσία. Ζητήματα όπως η περιβαλλοντική αδειοδότηση, η απαίτηση εισαγωγής των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα, η συμμετοχή σε διεθνείς συνθήκες για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, οι προδιαγραφές για τη διαχείριση των αστικών λυμάτων και των στερεών αποβλήτων, η απαίτηση για ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, κλπ έχουν εισαχθεί ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η στρατηγική έχει οδηγήσει σε μια πολιτική οριζόντιας εισαγωγής του περιβάλλοντος στο σύνολο των υπόλοιπων πολιτικών της Ευρ. Ένωσης, με ρητά διατυπωμένο στόχο την αποσύνδεση (decoupling) της οικονομικής μεγέθυνσης από τις περιβαλλοντικές πιέσεις και, τελικά, τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πολιτική απόφαση της στροφής της Ευρωπαϊκής οικονομίας σε ένα περιβαλλοντικά αειφόρο παραγωγικό μοντέλο υλοποιείται όχι μόνο μέσω της υιοθέτησης ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου αλλά και μέσω της κατευθυνόμενης χρηματοδότησης σχετικών έργων υποδομής που απαιτούνται για την εφαρμογή του νομικού πλαισίου, αλλά και της χρηματοδότησης για την ενθάρρυνση της έρευνας και της καινοτομίας που συνδέονται με τεχνολογίες και τεχνικές που προάγουν την αειφορία. Ειδικά στην Ελλάδα, σχεδόν το σύνολο των περιβαλλοντικών υποδομών της χώρας, περιλαμβανομένων όλων των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων και όλων των υποδομών που σχετίζονται με τη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, έχει χρηματοδοτηθεί μέσω των Ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών μηχανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Το ίδιο ισχύει και για δράσεις και έργα που βρίσκονται στην «διεπιφάνεια» του περιβάλλοντος και κάποιου άλλου οικονομικού (ή μη) τομέα όπως είναι οι μεταφορές, όπου η Ε.Ε. έχει χρηματοδοτήσει την κατασκευή όλων των αστικών δικτύων μέσων μαζικής μεταφοράς και του πολιτισμού όπου επίσης χρηματοδοτούνται έργα και δράσεις για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος μέσω της προστασίας και της ανάδειξης μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Οι παραπάνω χρηματοδοτήσεις γίνονται μέσω του ΕΣΠΑ (παλαιότερα των ΚΠΣ). Ωστόσο, η χρηματοδότηση για την αειφορία της παραγωγής γίνεται και άμεσα από την Ε.Ε. και αφορά τη χρηματοδότηση της καινοτομίας μέσω π.χ. προγραμμάτων LIFE, τα οποία εμπλέκουν υπηρεσίες του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης με ερευνητικά ιδρύματα και επιχειρήσεις με στόχο την ανάπτυξη καινοτόμων, πιλοτικών προϊόντων και υπηρεσιών που προωθούν την αειφορία.
Ωστόσο, η κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα για την αειφορία στην παραγωγή, διαφέρει σημαντικά σε σχέση με την Ευρωπαϊκή. Συνήθως η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας δεν αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της απόκλισης της ελληνικής αντίληψης είναι η επί σειρά ετών άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να δημιουργήσουν ένα υπουργείο περιβάλλοντος καθώς η ανάγνωση της ανάγκης δημιουργίας υποδομών εστιαζόταν κυρίως στην έννοια του δημόσιου έργου και πολύ λιγότερο στο αποτέλεσμα που θα έπρεπε να έχει αυτό στο περιβάλλον. Ακόμη και σε καθαρά τεχνοκρατικά έγγραφα διεκπεραίωσης των Κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, φαίνεται πως η αντίληψη της κατασκευής υπερισχύει της έννοιας του περιβάλλοντος και της αειφορίας. Έτσι, συνήθως οι δείκτες που επιλέγονται για να περιγράψουν την πορεία ολοκλήρωσης μιας περιβαλλοντικής υποδομής αναφέρονται σε κυβικά τσιμέντου, τόνους χάλυβα ή αριθμό κτιρίων και σχεδόν ποτέ σε περιβαλλοντικές παραμέτρους όπως, για παράδειγμα, ρυπαντικό φορτίο, βαθμός απομάκρυνσης, ποσοστό ανακύκλωσης, κλπ. Επιπλέον, η αειφορία νοείται κυρίως ως υποχρέωση και λιγότερο ως ευκαιρία. Για παράδειγμα, η ελληνική μεταποίηση αντιμετώπισε τη συμμετοχή της στην εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών ως μια δυνητική απειλή για τα οικονομικά της. Μάλιστα, κάποιοι κλαδικοί φορείς προσπάθησαν να διεκδικήσουν δικαστικά την εξαίρεσή τους από το σύστημα, μη αποδεχόμενοι την εσωτερίκευση του κόστους των κλιματικών αλλαγών στην παραγωγή τους. Ωστόσο, η εφαρμογή του συστήματος εμπορίας ρύπων αποδείχθηκε η μόνη ευκαιρία για πολλές μικροβιομηχανίες δομικών υλικών για να κρατηθούν στη ζωή εν μέσω της οικονομικής κρίσης, καθώς μπορούσαν να πουλούν στο εξωτερικό δικαιώματα ρύπανσης που τους είχαν εκχωρηθεί δωρεάν και δεν είχαν χρησιμοποιήσει λόγω της μείωσης της παραγωγής τους. Επίσης, ελάχιστες ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να ενσωματώσουν αποτελεσματικά την περιβαλλοντική παράμετρο στην ποιότητά τους και στο marketing. Χαρακτηριστικές αναφορές είναι ο πολύ μικρός αριθμός ελληνικών εταιριών που έχουν πιστοποιηθεί με EMAS, το ευρωπαϊκό πρότυπο περιβαλλοντικής διαχείρισης ή έχουν λάβει ecolabel για τα προϊόντα τους (με εξαίρεση ίσως τους κλάδους των στρωμάτων και των χρωμάτων που, ωστόσο, έχουν πολύ μικρή βαρύτητα στο σύνολο της μεταποίησης).
Το δεύτερο απαιτούμενο συστατικό για το σχεδιασμό ενός νέου παραγωγικού μοντέλου είναι η μεγέθυνση της πράσινης παραγωγής. Αυτό το συστατικό ουσιαστικά θα έπρεπε να προκύπτει ως η απάντηση της αγοράς στην πολιτική αντίληψη της αειφορίας. Τουλάχιστο αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και έξω από την Ευρώπη σε χώρες όπως η Ιαπωνία και ο Καναδάς. Με άλλα λόγια, αν η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρα και της Ελλάδας) είναι η στροφή προς την αειφορία, οι αγορές θα πρέπει, λαμβάνοντας το μήνυμα, να στραφούν στην παραγωγή προϊόντων και στην παροχή υπηρεσιών που εξυπηρετούν ακριβώς το σκοπό αυτό. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στον κλάδο παραγωγής εξοπλισμού για ενεργειακές βιομηχανίες. Οι ευρωπαϊκές εταιρίες είναι παγκόσμιοι ηγέτες στην παραγωγή ανεμογεννητριών και εξοπλισμού συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας. Αλλά και σε άλλους τομείς που προέκυψαν ως ανάγκη για την εφαρμογή της νομοθεσίας, όπως τεχνολογίες αντιρύπανσης, λογισμικό περιβαλλοντικής διαχείρισης και ανάλυσης κύκλου ζωής, κλπ. Στην Ελλάδα δεν έγινε δυνατό να αναπτυχθούν αντίστοιχοι κλάδοι παραγωγής περιβαλλοντικών τεχνολογιών παρά μόνο περιθωριακά. Η μεταποίηση στην Ελλάδα στηρίζεται στους κλασσικούς κλάδους του μετάλλου, των μη μεταλλικών ορυκτών και δομικών υλικών, της διύλισης πετρελαίου και των τροφίμων. Οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με το περιβάλλον (μελέτες, χημικά εργαστήρια, φορείς περιβαλλοντικής πιστοποίησης, κλπ) είτε δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν είτε αναπτύχθηκαν μόνο ως κρατικοδίαιτες εταιρίες που αναλαμβάνουν σχετικές μελέτες για το κράτος. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ιδιωτική αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη και, το κυριότερο, στηρίζεται στην λειτουργία ενός εν πολλοίς διεφθαρμένου δημόσιου συστήματος αδειοδότησης και περιβαλλοντικού ελέγχου. Σε ένα άλλο παράδειγμα, την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί ραγδαία τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που σχετίζονται με το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των αγορών άνθρακα, πιστοποιητικών καθαρής ενέργειας, αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε «πράσινα» έργα και παραγώγων χρηματιστηριακών προϊόντων που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των εταιριών που συμμετέχουν στη διαμόρφωση χρηματιστηριακών δεικτών. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα αντίστοιχο, ούτε θεωρήθηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Το πιο …προωθημένο ελληνικό χρηματοπιστωτικό προϊόν είναι τα πράσινα δάνεια για την αγορά φωτοβολταϊκών. Μια ακόμη ένδειξη της καθυστέρησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να υιοθετήσει νέα πρότυπα. Βέβαια, αυτή η επιλογή είναι, εν μέρει τουλάχιστο, συνειδητή καθώς το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε (τουλάχιστο πριν ενσκήψει η κρίση) εξασφαλισμένα κέρδη από την τυπική λιανική αγορά, δεδομένης της δυνατότητάς του να την καθοδηγεί και να απολαμβάνει ένα σημαντικά μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε σχέση με τα αντίστοιχα συστήματα σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το πιο χαρακτηριστικό αδυναμίας δημιουργίας μιας πράσινης αγοράς, αποτελεί ο ίδιος ο κλάδος του τουρισμού. Κοινή συνισταμένη όλων των αναλύσεων για τον τουρισμό αποτελεί το γεγονός ότι το τουριστικό προϊόν της χώρας είναι ο ήλιος και η θάλασσα. Δηλαδή, το τουριστικό προϊόν της χώρας είναι το περιβάλλον της. Ωστόσο, επί δεκαετίες τώρα το τμήμα αυτό του περιβάλλοντος που θεωρείται τουριστικό προϊόν, καταστρέφεται συστηματικά. Αρκεί κανείς να δει τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες σε όλες τις τουριστικές περιοχές της χώρας και να διαβάσει τις καταγραφές για τα εκατοντάδες χιλιάδες παράνομα κτίρια σε αιγιαλούς, αρχαιολογικούς χώρους, δασικές περιοχές και προστατευόμενα φυσικά οικοσυστήματα. Δηλαδή, η τουριστική επιχειρηματικότητα όχι μόνο δεν κατάφερε να διασφαλίσει ότι μπορεί να διαθέσει περισσότερο από το προϊόν που ζητάνε οι πελάτες της αλλά συστηματικά υπονομεύει τη δυνατότητά της να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες αντίστοιχης ποιότητας και στο μέλλον. Ο τουρισμός δεν μπορεί να δει το φυσικό περιβάλλον ως ένα προϊόν το οποίο πρέπει να το διαχειριστεί αειφορικά προκειμένου να αυξήσει την ποιότητα και επομένως την αξία των υπηρεσιών που παράγει.
Επιπροσθέτως, ο τουρισμός δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να συνδεθεί αποτελεσματικά με τον, παραδοσιακό για την Ελλάδα, τομέα της αγροτικής παραγωγής και να αυξήσει την προστιθέμενη αξία και των δύο προσφέροντας στους πελάτες του με ένα συστηματικό τρόπο προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, ΠΟΠ, τοπικές ποικιλίες λαχανικών και φρούτων, κλπ. Αντίθετα, στον κλάδο της τουριστικής εστίασης προωθούνται κατά προτεραιότητα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα με ιδιαίτερα υψηλό περιβαλλοντικό και ενεργειακό αποτύπωμα.
Τελικά, ο λόγος που η ελληνική οικονομία δεν δέχθηκε ως κυρίαρχη στρατηγική την περιβαλλοντική αειφορία και δεν ανέπτυξε τομείς της πράσινης επιχειρηματικότητας είναι ότι έχει δομηθεί έτσι ώστε μέχρι πρόσφατα τη συνέφερε να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. Βέβαια, το συμφέρον αυτό στην πραγματικότητα είναι μόνο εκείνων που είχαν «τοποθετηθεί» στην οικονομία με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίζουν από τον τρόπο λειτουργίας της, οι οποίοι στη συνέχεια «αγόραζαν» κοινωνική συναίνεση διαχέοντας ένα τμήμα των κερδών τους. Και τελικά καταρρεύσαμε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.
Η Ευρωπαϊκή στρατηγική είναι δεδομένη. Είναι μάλλον απίθανο να μπορέσει μια χώρα που όχι μόνο συμμετέχει στην Ε.Ε. αλλά και στην Ευρωζώνη, να διατηρήσει την ευμάρεια της κοινωνίας της αποκλίνοντας από αυτή τη στρατηγική. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει το παράδειγμα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα από την αγορά. Μπορεί να γίνει μόνο με σχεδιασμό από το κράτος. Δυστυχώς για μας, ακόμη και αν το αποφασίζαμε, δεν μπορούμε να μεταφέρουμε στην Ελλάδα αυτούσιο ένα παράδειγμα οικονομίας που έχει προσανατολιστεί στην αειφορία, όπως οι σκανδιναβικές που πολύ συχνά τις αναφέρουμε ως πρότυπα. Μπορούμε ωστόσο, να ξεκινήσουμε δημιουργώντας τις δομές εκείνες που θα κάνουν την περιβαλλοντική αειφορία περισσότερο ελκυστική και θα δώσουν μια ευκαιρία στην πράσινη επιχειρηματικότητα. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
Η χρήση των φυσικών πόρων θα πρέπει να κοστολογείται ορθολογικά, λαμβάνοντας υπόψη την αειφορική τους διαχείριση. Αυτό πρέπει να ισχύει, για παράδειγμα, για το νερό ύδρευσης και άρδευσης και για την ενέργεια. Αντίστοιχα, η διαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία της κοινωνίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, πρέπει να γίνεται επιστημονικά και οικονομικά ορθολογικά. Αυτό, βέβαια, δεν συνάδει πάντα με ό,τι θεωρούμε πολιτικά ορθολογικό καθώς συχνά αντικαθιστούμε την έννοια του πολιτικά ορθού με την έννοια του εκλογικά ωφέλιμου. Οι περιβαλλοντικές παρανομίες πρέπει να αποτρέπονται και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, να εφαρμόζονται οι νόμοι, να τιμωρούνται οι ένοχοι και η περιοχή να αποκαθίσταται στην αρχική κατάσταση. Οι χρήσεις γης πρέπει να καθορίζονται. Ο καθορισμός αυτός πρέπει να γίνεται με διαδικασίες διαφανείς που, ωστόσο, θα διαρκούν λιγότερο από μια γενιά.
Το σημαντικότερο από όλα είναι ταυτόχρονα το πιο βαρετό και αυτονόητο. Η περιβαλλοντική αειφορία της οικονομίας δεν αποτελεί θέμα μιας μεγαλοπρεπούς επανάστασης που θα γίνει για το σκοπό αυτό αλλά, αποτελεί θέμα εφαρμογής των νόμων που ήδη έχουμε και αποκατάστασης της αίσθησης του δικαίου. Πρωτίστως για το κράτος αλλά και για κάθε πολίτη χωριστά.
Στάθης Κουρνιώτης
23/7/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας !