Tου Πάσχου Μανδραβέλη
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός στην απεργία των δημοσιογράφων είναι αυτό που συνέβη πριν την απεργία. Ανακοινώθηκαν απολύσεις την ώρα που τα προεδρεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ανακοίνωναν στις συνελεύσεις των εργαζομένων την απόφασή τους για τετραήμερη αποχή από την εργασία.
Ήθελαν οι εκδότες να εκφοβίσουν τους μέλλοντες απεργούς; Χλωμό. Έτσι κι αλλιώς η απόφαση για κινητοποιήσεις ελήφθη ερήμην των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες (που αποφάσισαν) δεν τις σκιάζει φοβέρα καμιά. Μήπως ήθελαν να τονώσουν το αγωνιστικό φρόνημα των όσων έκοντες άκοντες θα απεργούσαν; Πιθανόν. Μήπως βόλευε η απεργία τους εκδότες περισσότερο απ’ ότι τους εργαζόμενους; Είναι επίσης μια ισχυρή πιθανότητα και –παρεμπιπτόντως - αφού βρήκαν έτοιμη απεργία αποφάσισαν να απολύσουν πέντ’ έξι εργαζόμενους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτή η κίνηση δεν προβλημάτισε κανένα. Δεν συζητήθηκε καν. Δεν αναρωτήθηκε κανείς τι σηματοδοτεί ή αν υπάρχει πίσω κάτι που δεν ξέρουμε. Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της «ταξικής πάλης», θεωρήθηκε φυσιολογική. Βγήκε στην επιφάνεια ο παλιός μανιχαϊσμός «κακά αφεντικά - καλοί εργαζόμενοι» και πνίγηκε κάθε προβληματισμός.
Ίσως πάλι να μην συζητήθηκε γιατί η κουβέντα πιθανώς να έφτανε σε μια άβολη αλήθεια για τους δημοσιογράφους. Θα έμπαινε το ερώτημα «τι πουλάνε πλέον οι εκδότες;». Πουλάνε την εργασία των δημοσιογράφων, που τούς την στερούμε απεργώντας; Ή μήπως πουλάνε το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», Νταλάρα και Μίκη Θεοδωράκη;
Αν κρίνουμε από τις διαφημίσεις των εφημερίδων ισχύει το δεύτερο. Σπανίως διαφημίζονται τα θέματα• πάντα προβάλλονται ταινίες και τραγούδια. Και για να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς και λιγότερο επαναστάτες (να μην τα ρίξουμε, δηλαδή, όλα στα «κακά αφεντικά») πρέπει να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και από την άλλη μεριά του πάγκου του εφημεριδοπώλη. Οι κυκλοφορίες των καθημερινών εφημερίδων (αλλά και οι διακυμάνσεις κάθε Κυριακή) δείχνουν από την πλευρά των αγοραστών ότι λίγοι ενδιαφέρονται για την δημοσιογραφική ύλη. Οι αναγνώστες που έχουν απομείνει είναι γύρω στις 200.000, όσο η κυκλοφορία των καθημερινών εφημερίδων. Επομένως αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τους -κατά κανόνα- βραχυπρόθεσμους επιχειρηματικά εκδότες είναι να κυκλοφορήσουν τα CD και τα DVD.
Ξέρουν -ξέρουμε- ότι τα γυμνά φύλλα της εβδομάδας είναι ζημιογόνα. Η απουσία τριών από αυτά σημαίνει (έστω βραχυπρόθεσμα) οικονομικό όφελος, το οποίο μάλιστα είναι μεγαλύτερο από την ζημία που υφίστανται οι δημοσιογράφοι χάνοντας τέσσερα μεροκάματα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, έβγαλαν τα «Κυριακάτικα» την Πέμπτη και θα τα έβγαζαν ακόμη κι αν το περιτύλιγμά τους θα ήταν λευκό χαρτί. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι δημοσιογράφοι είναι πως η δημοσιογραφική εργασία είναι τόσο απαξιωμένη που λίγοι ενδιαφέρονται αν υπάρχει. Και αυτό ισχύει για τους εκδότες, αλλά δυστυχώς ισχύει και για τους αναγνώστες (μην πούμε και για τους δημοσιογράφους). Από καθαρή οικονομική σκοπιά οι εκδότες τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα υπόλοιπα της «σακούλας». Τους βλέπουμε να σκοτώνονται για ένα blockbuster του Χόλιγουντ, αλλά δεν νοιάζονται να μορφωθούν οι δημοσιογράφοι. Επενδύουν σε γυαλιστερό χαρτί, αλλά όχι στο τι γράφεται σ’ αυτό.
Τα CD και τα DVD ήταν καλά και βολικά προ της κρίσης. Όχι μόνο για τους εκδότες, αλλά και για τους δημοσιογράφους. Όπως ήταν βολικό και το άλλο μεγάλο έσοδο για τις επιχειρήσεις των ΜΜΕ. Η πολυσχιδής και πολυποίκιλη κρατική αρωγή στις επιχειρήσεις• υπέρ της «πολυφωνίας», βεβαίως, βεβαίως. Να το πούμε απλά: το κράτος τάιζε τους εκδότες -ή νομοθετούσε παλλαϊκούς φόρους υπέρ της «ενημέρωσης»• βλέπε υποχρέωση δημοσίευσης ισολογισμών- και αυτοί με την σειρά τους τάιζαν τους δημοσιογράφους. Κι επειδή δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα το αντίτιμο ήταν η ίδια η δημοσιογραφία. Κάπως έτσι δεν φτάσαμε να χάσουμε την μεγαλύτερη είδηση της δεκαετίας, δηλαδή την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους;
Έτσι, μαζί με τους εκδότες απαξιώσαμε την δουλειά μας και τώρα εμείς οι δημοσιογράφοι βρεθήκαμε μπροστά στην κρίση άβουλοι. Οι γενναίοι και μοιραίοι αντάμα συνδικαλιστές μας κάνουν αυτό που έμαθαν τόσα χρόνια• συνδικαλιστικά κόλπα, πανό κι απεργίες. Αγώνες χωρίς συναίνεση των εργαζομένων και το χειρότερο χωρίς περιεχόμενο.
Όλοι ξέρουμε ότι θα κλείσουν εφημερίδες και θα χαθούν θέσεις εργασίας. Το θέμα λοιπόν δεν είναι οι άνεργοι που έτσι κι αλλιώς θα δημιουργηθούν, αλλά ότι αυτοί θα είναι την επόμενη μέρα χωρίς καμία προστασία. Αντί να χρησιμοποιηθεί η συνδικαλιστική πίεση για να προστατευτούν άνθρωποι, αναλώνεται μάταια για να προστατευθούν θέσεις εργασίας που έτσι κι αλλιώς θα χαθούν. Αντί να ζητάμε αρωγή των απολυμένων και προγράμματα επανεκπαίδευσης των εργαζομένων προσπαθούμε να συντηρήσουμε αυτό που υπάρχει, την φούσκα στην αγορά ενημέρωσης και η οποία σκάει μπροστά στα μούτρα μας.
Ο χώρος των ΜΜΕ μπαίνει σε μια διαδικασία επίπονης αναδιάρθρωσης και βαθύτατου κουρέματος. Θα γινόταν κάποτε κι έπρεπε να γίνει. Η αρρωστημένη σχέση των επιχειρήσεων ΜΜΕ με τα κρατικά ταμεία (πρβλ. «Το επιχειρηματικό έλλειμμα των ΜΜΕ» ) συντηρούσε μεν τη φούσκα, αλλά είναι ένας από τους βασικούς λόγους της απαξίωσης της δημοσιογραφικής δουλειάς και τελικά κάθε απεργίας του κλάδου. Μήπως ήρθε η ώρα λοιπόν να σκεφτούμε την επόμενη μέρα; Διότι τα επαναστατικά γινάτια έχουν βγάλει πάρα πολλά μάτια. Τα δικά μας μάτια...
* Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός στην απεργία των δημοσιογράφων είναι αυτό που συνέβη πριν την απεργία. Ανακοινώθηκαν απολύσεις την ώρα που τα προεδρεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ανακοίνωναν στις συνελεύσεις των εργαζομένων την απόφασή τους για τετραήμερη αποχή από την εργασία.
Ήθελαν οι εκδότες να εκφοβίσουν τους μέλλοντες απεργούς; Χλωμό. Έτσι κι αλλιώς η απόφαση για κινητοποιήσεις ελήφθη ερήμην των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες (που αποφάσισαν) δεν τις σκιάζει φοβέρα καμιά. Μήπως ήθελαν να τονώσουν το αγωνιστικό φρόνημα των όσων έκοντες άκοντες θα απεργούσαν; Πιθανόν. Μήπως βόλευε η απεργία τους εκδότες περισσότερο απ’ ότι τους εργαζόμενους; Είναι επίσης μια ισχυρή πιθανότητα και –παρεμπιπτόντως - αφού βρήκαν έτοιμη απεργία αποφάσισαν να απολύσουν πέντ’ έξι εργαζόμενους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτή η κίνηση δεν προβλημάτισε κανένα. Δεν συζητήθηκε καν. Δεν αναρωτήθηκε κανείς τι σηματοδοτεί ή αν υπάρχει πίσω κάτι που δεν ξέρουμε. Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της «ταξικής πάλης», θεωρήθηκε φυσιολογική. Βγήκε στην επιφάνεια ο παλιός μανιχαϊσμός «κακά αφεντικά - καλοί εργαζόμενοι» και πνίγηκε κάθε προβληματισμός.
Ίσως πάλι να μην συζητήθηκε γιατί η κουβέντα πιθανώς να έφτανε σε μια άβολη αλήθεια για τους δημοσιογράφους. Θα έμπαινε το ερώτημα «τι πουλάνε πλέον οι εκδότες;». Πουλάνε την εργασία των δημοσιογράφων, που τούς την στερούμε απεργώντας; Ή μήπως πουλάνε το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», Νταλάρα και Μίκη Θεοδωράκη;
Αν κρίνουμε από τις διαφημίσεις των εφημερίδων ισχύει το δεύτερο. Σπανίως διαφημίζονται τα θέματα• πάντα προβάλλονται ταινίες και τραγούδια. Και για να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς και λιγότερο επαναστάτες (να μην τα ρίξουμε, δηλαδή, όλα στα «κακά αφεντικά») πρέπει να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και από την άλλη μεριά του πάγκου του εφημεριδοπώλη. Οι κυκλοφορίες των καθημερινών εφημερίδων (αλλά και οι διακυμάνσεις κάθε Κυριακή) δείχνουν από την πλευρά των αγοραστών ότι λίγοι ενδιαφέρονται για την δημοσιογραφική ύλη. Οι αναγνώστες που έχουν απομείνει είναι γύρω στις 200.000, όσο η κυκλοφορία των καθημερινών εφημερίδων. Επομένως αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τους -κατά κανόνα- βραχυπρόθεσμους επιχειρηματικά εκδότες είναι να κυκλοφορήσουν τα CD και τα DVD.
Ξέρουν -ξέρουμε- ότι τα γυμνά φύλλα της εβδομάδας είναι ζημιογόνα. Η απουσία τριών από αυτά σημαίνει (έστω βραχυπρόθεσμα) οικονομικό όφελος, το οποίο μάλιστα είναι μεγαλύτερο από την ζημία που υφίστανται οι δημοσιογράφοι χάνοντας τέσσερα μεροκάματα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, έβγαλαν τα «Κυριακάτικα» την Πέμπτη και θα τα έβγαζαν ακόμη κι αν το περιτύλιγμά τους θα ήταν λευκό χαρτί. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι δημοσιογράφοι είναι πως η δημοσιογραφική εργασία είναι τόσο απαξιωμένη που λίγοι ενδιαφέρονται αν υπάρχει. Και αυτό ισχύει για τους εκδότες, αλλά δυστυχώς ισχύει και για τους αναγνώστες (μην πούμε και για τους δημοσιογράφους). Από καθαρή οικονομική σκοπιά οι εκδότες τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα υπόλοιπα της «σακούλας». Τους βλέπουμε να σκοτώνονται για ένα blockbuster του Χόλιγουντ, αλλά δεν νοιάζονται να μορφωθούν οι δημοσιογράφοι. Επενδύουν σε γυαλιστερό χαρτί, αλλά όχι στο τι γράφεται σ’ αυτό.
Τα CD και τα DVD ήταν καλά και βολικά προ της κρίσης. Όχι μόνο για τους εκδότες, αλλά και για τους δημοσιογράφους. Όπως ήταν βολικό και το άλλο μεγάλο έσοδο για τις επιχειρήσεις των ΜΜΕ. Η πολυσχιδής και πολυποίκιλη κρατική αρωγή στις επιχειρήσεις• υπέρ της «πολυφωνίας», βεβαίως, βεβαίως. Να το πούμε απλά: το κράτος τάιζε τους εκδότες -ή νομοθετούσε παλλαϊκούς φόρους υπέρ της «ενημέρωσης»• βλέπε υποχρέωση δημοσίευσης ισολογισμών- και αυτοί με την σειρά τους τάιζαν τους δημοσιογράφους. Κι επειδή δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα το αντίτιμο ήταν η ίδια η δημοσιογραφία. Κάπως έτσι δεν φτάσαμε να χάσουμε την μεγαλύτερη είδηση της δεκαετίας, δηλαδή την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους;
Έτσι, μαζί με τους εκδότες απαξιώσαμε την δουλειά μας και τώρα εμείς οι δημοσιογράφοι βρεθήκαμε μπροστά στην κρίση άβουλοι. Οι γενναίοι και μοιραίοι αντάμα συνδικαλιστές μας κάνουν αυτό που έμαθαν τόσα χρόνια• συνδικαλιστικά κόλπα, πανό κι απεργίες. Αγώνες χωρίς συναίνεση των εργαζομένων και το χειρότερο χωρίς περιεχόμενο.
Όλοι ξέρουμε ότι θα κλείσουν εφημερίδες και θα χαθούν θέσεις εργασίας. Το θέμα λοιπόν δεν είναι οι άνεργοι που έτσι κι αλλιώς θα δημιουργηθούν, αλλά ότι αυτοί θα είναι την επόμενη μέρα χωρίς καμία προστασία. Αντί να χρησιμοποιηθεί η συνδικαλιστική πίεση για να προστατευτούν άνθρωποι, αναλώνεται μάταια για να προστατευθούν θέσεις εργασίας που έτσι κι αλλιώς θα χαθούν. Αντί να ζητάμε αρωγή των απολυμένων και προγράμματα επανεκπαίδευσης των εργαζομένων προσπαθούμε να συντηρήσουμε αυτό που υπάρχει, την φούσκα στην αγορά ενημέρωσης και η οποία σκάει μπροστά στα μούτρα μας.
Ο χώρος των ΜΜΕ μπαίνει σε μια διαδικασία επίπονης αναδιάρθρωσης και βαθύτατου κουρέματος. Θα γινόταν κάποτε κι έπρεπε να γίνει. Η αρρωστημένη σχέση των επιχειρήσεων ΜΜΕ με τα κρατικά ταμεία (πρβλ. «Το επιχειρηματικό έλλειμμα των ΜΜΕ» ) συντηρούσε μεν τη φούσκα, αλλά είναι ένας από τους βασικούς λόγους της απαξίωσης της δημοσιογραφικής δουλειάς και τελικά κάθε απεργίας του κλάδου. Μήπως ήρθε η ώρα λοιπόν να σκεφτούμε την επόμενη μέρα; Διότι τα επαναστατικά γινάτια έχουν βγάλει πάρα πολλά μάτια. Τα δικά μας μάτια...
* Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας !